Δεν έφυγαν στα δύσκολα. Δεν «παρέδωσαν τα όπλα». Δεν γοητεύτηκαν από την χρυσόσκονη της πρωτεύουσας ούτε τσίμπησαν στα τερτίπια των μεγαλουπόλεων. Άνθρωποι δυνατοί και με ρίζες χωμένες βαθιά στη γη που πατούν, διηγούνται την ιστορία τους στο φακό του Κωνσταντίνου και Πέτρου Σοφικίτη. 78 κατοικημένα νησιά του Αιγαίου, 78 διαφορετικές ιστορίες. Ένα εντυπωσιακό Ιστοριογράφημα που μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την ψυχή του πελάγους.

Φωτογράφος: Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Κειμενογράφοι: Αγγελική Ηλιοπουλου, Χριστίνα Κυπαρισσά, Τρύφωνας Κλης

Για περισσότερες φωτογραφίες και ιστορίες www.marabouproject.com 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΤΗΡΑΙΟΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΑΜΟΡΓΟΣ

Γεννημένος το 1936 ο Νικόλας Τηραίος, ήταν βοσκός στο νησάκι της Νικουριάς της Αμοργού, όπου περνούσε μαζί με άλλους δύο βοσκούς αρκετούς μήνες του χρόνου. Θυμάται το 1940 που άκουγε τα αεροπλάνα των Ιταλών να διασχίζουν τον αμοργιανό ουρανό. Με τον πατέρα του, που έφυγε τότε στο Αλβανικό Μέτωπο, η οικογένειά του επικοινωνούσε μόνο με ανοιχτές επιστολές στις γιορτές κι από εκεί μονάχα μά- θαινε για το αν είναι ζωντανός ή όχι. Ο Νικόλας περιγράφει τη στιγμή που επέστρεψε ο πατέρας του στην Αμοργό τέσσερα χρόνια μετά και δακρύζει. Την περίοδο του πολέμου έμεναν οικογενειακώς στον Ασφοντυλίτη, έναν αγροτικό οικισμό της Αμοργού, όπου θυμάται να βοηθάνε κάποτε ναυαγούς Ιταλούς, οι οποίοι κατέφυγαν εκεί για να κρυφτούν από τους Γερμανούς. Και θυμάται να τους δίνουν δικά τους ρούχα για να συμβάλλουν στο «καμουφλάρισμά» τους. «Τα κατσίκια άπαξ και τα αφήσεις ελεύθερα αγριεύουν και έπειτα δεν ξανά γυρνάνε πίσω», λέει, και κάπως έτσι παρομοιάζει τον εαυτό του και τις εποχές που φεύγουν κι έρχονται. Οι Ιταλοί απαιτούσαν από τους βοσκούς να τους διαθέτουν το κρέας από τα κατσίκια και τα πρόβατα, κι όταν ο ένας από τους άλλους δύο βοσκούς της Νικουριάς αντιστάθηκε, τον σκότωσαν επί τόπου. Το ίδιο συνέβη και με τον πατέρα του, που ωστόσο δεν έχασε τη ζωή του. Οι Ιταλοί δεν απέβησαν ανταποδοτικοί στην ευγενική και σωτήρια κίνηση των Αμοργιανών απέναντι στους ομοεθνείς τους ναυαγούς, αλλά οι ίδιοι βούλιαξαν στην απληστία. Ο Νικόλας Τηραίος, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς του, έχει να αφηγηθεί σκληρές εικόνες μιας ζωής που απαιτούσε αρκετό ψυχικό και σωματικό σθένος.

ΦΑΝΗ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΔΟΝΟΥΣΑ

Η Φανή Πρασίνου γεννήθηκε στην Καλοταρίτισσα της Δονούσας, όπου και μένει εδώ και 91 χρόνια. Θυμάται στον πόλεμο του ‘40 την επίταξη των ζώων για να προσφέρουν εκείνα τις υπηρεσίες τους στο Μέτωπο και το γεγονός πως τα έκρυβαν από τους Ιταλούς. Παρά τις δυσκολίες των καιρών που βίωσε, έμεινε ατρόμητη, δραστήρια κι αυτόνομη. Ποτέ δεν ένιωσε μεγάλο φόβο, ούτε και της έλλειψε κάτι και πάντα είχε και έχει ακόμη τον τρόπο να είναι πλήρης, είτε δουλεύοντας στα χωράφια και παίρνοντας από τη γη τα εδέσματά της, είτε σφά- ζοντας ένα ζώο, είτε με τα ψαράκια που της φέρνουν. Μέχρι και το 2000 δεν υπήρχε δρόμος στο χωριό και όλα τα έκανε με το γαϊδουράκι της. «Τότε είχαμε τα γαϊδούρια και καθόμασταν πάνω σαν τους πασάδες, τώρα με τα αμάξια δεν το ευχαριστιέμαι», λέει περιφρονώντας την εξέλιξη. Η εκπληκτική της φράση «εγώ κου- μαντάρω τον εαυτό μου», αναδεικνύει ένα πολύ δυναμικό πρόσωπο, μια γυναίκα που πρέπει να ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της, ανεξάρτητη κι απτόητη, παρά τις όποιες συγκυρίες και συνθήκες, ίσως και από τις παλαιότερες φεμινίστριες εν αγνοία της.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΚΑΡΗΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

Γεννήθηκε μέσα στον πηλό, αγγειοπλάστης πέμπτης γενιάς, που εάν είχε αγνοήσει το θέλημα της καρδιάς του, ακολουθώντας αυτό του πατέ- ρα του, σήμερα θα είχε γίνει κλητήρας ή τσαγκάρης. Ωστόσο, ο Ανδρέας Μάκαρης, θέλησε να περάσει τη ζωή του με τα χέρια βουτηγμένα στον πηλό. Επιτρέπει στην κάθε μέρα να του υποδείξει τι μέλλει να δημιουργήσει και πού θα τον πάει η έμπνευσή του. Αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να απορρίψει, ακόμη και τα ίδια του τα έργα, γιατί αυτός πιστεύει πως είναι ο δρόμος για να εξελιχθεί μια τέχνη όπως η κεραμική. «Το καλύ- τερο μου αντικείμενο δεν το έχω φτιάξει ακόμη». Με την σύντροφό του, ανακάλυψαν το 1973 μία Σαντορίνη σχεδόν ανέγγιχτη, με φύση, χρώμα, ταβερνάκια με καλό κρασί, ανθρώπους που λέγαν καλημέρα. Αυθεντική μέσα στη μοναδική ομορφιά της. Αποφάσισαν να μείνουν εδώ και έκλεισαν χώρο για το πρώτο τουε εργαστήριο δίνοντας όλα τα χρήματα των διακοπών τους για καπάρο. Έμπνευση στην τέχνη της κάθε μέρας τους είναι ακόμη η καλντέρα που σε κάνει να συνειδητοποιείς πως ζεις πάνω σε έναν πλανήτη με τόσα ιδιαίτερα φαινόμενα. Το μαύρο της λάβας που γίνεται λευκό, καθώς αντανακλά το φως του ήλιου. Ο χειμώνας που αποκαλύπτει μια Σαντορί- νη διαφορετική. Και αν γύριζε ο χρόνος πίσω, πάλι εδώ θα έβλεπαν τη ζωή τους. Γιατί εδώ έχουν ζήσει νύχτες απόλυτης ηρεμίας, με την πανσέληνο να φέγγει τον δρόμο της επιστροφής από την Οία και εκείνοι να αφήνουν τη μηχανή του αυτοκινήτου σβηστή, δίχως φώτα, για να μπορούν να αφου- γκράζονται μόνο τη φύση. Εδώ έχουν δημιουργήσει το δικό τους νησί, με το εργαστήριό τους, το αμπέλι τους, τις κότες τους, τις βραδιές με φίλους, την δική τους Σαντορίνη.

ΜΑΝΏΛΗΣ ΚΟΚΚΏΝΗΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΚΑΡΠΑΘΟΣ

Σε πιάνει δέος κοιτάζοντας τον Μανώλη Κοκκώνη. Νομίζεις πως το τρίγωνο που δημιουργεί η γενειάδα του στο στήθος του θα κεντήσει την επιθυμία σου να τον γνωρίσεις και να μάθεις για εκείνον. Οι γραμμές του μετώπου του μια κυματώδης θάλασσα, μια ζωντανή απεικόνιση ολόκληρης της ζωής του. Για τριάντα ολόκλη- ρα χρόνια, από το 1962 ως το 1993 υπήρξε ναυτικός στα καράβια, τόσο σε βαπόρια όσο και σε κρουαζιε- ρόπλοια, στα οποία δηλώνει πως ήταν καλύτερα συγκριτικά. Βραβεύτηκε ως ο καλύτερος λοστρόμος από τους Ροταριανούς, κι ενώ ο ίδιος αποδίδει με μεγάλη μετριο- φροσύνη στη λεπτή του σωματοδομή την ικανότητά του να μπαίνει εκεί που περνάει η καδένα με την άγκυρα στα βαπόρια για συντήρηση, η γυναίκα του την αποδίδει στη γενναιότητά του. Εξάλλου, κανείς άλλος δεν ήθελε να το κάνει αυτό κι ελάχιστοι το έκαναν. Αγαπημένο του ταξίδι υπήρξε εκείνο στην Ιαπωνία, το με- γαλύτερό του διήρκησε 55 ημέρες από την Αμερική στις Ινδίες, ενώ τις πιο δύσκολες καιρικές συνθήκες τις συνάντησε στην Ανταρκτική. Μετά την πρώτη του θαλασσινή τριαντακονταετία, ακολούθησε και μία δεύτερη, κατά την οποία, αφού έβγα- λε μια σχολή για σκι, υπήρξε έπειτα δάσκαλος του σκι στην πρώτη σχολή της Πάτμου του θαλάσσιου αυτού αθλήματος. Τη σχολή αυτή την άνοιξε μαζί με τον αδελφό του κάτω από το σπίτι του στην παραλία Αγριολί- βαδο, της οποίας και υπήρξε εμβληματική μορφή. Αφηγείται ως αξιομνημόνευτο γεγονός της παραλίας την εκεί άφιξη του Μπους του πρεσβύτερου, ο οποίος του ζήτησε να φωτογραφηθούν μαζί. Αφηγείται ακόμη πως η Μπάρμπαρα έκανε μπάνιο με γιατρούς και σωματοφύλακες μόνη της. Κι αν εκείνοι προστάτευαν τη μεγάλη κυρία, ο ίδιος φρόντιζε και προστάτευε την ίδια την παραλία αλλά και τους διερχομένους. Όταν ακόμη δεν υπήρχε δρόμος παρά μονάχα μονοπάτι και χωματόδρομος, ο Μανώλης βοηθούσε όσους τυχόν χτυπούσαν, ενώ ο ίδιος κατέφθανε από το ξημέρωμα στην παραλία για να την καθαρίσει και να την στρώσει, ώστε οι επισκέπτες της να τη βρουν περιποιημένη. Ακόμη, συνετέλεσε στην ιδέα ευρεσιτεχνίας που αφορούσε στη σταθερότητα των ομπρελών με μπετόβεργες, και η οποία κατοχυρώθηκε στο κράτος. Παρά την αφοσίωσή του και την επιθυμία του για την καλύτερη εξυπηρέτηση και εντύπωση, θυμάται ότι την πλειο- ψηφία της παραλίας συνιστούσαν κακότροπα άτομα της «υψηλής» κοινωνίας που θεωρούσαν δεδομένο ότι δεν θα πληρώσουν. Ύστερα από τη δεύτερη θαλασσινή του τριαντακονταετία, ασχολείται πλέον με τη γη και το ψάρεμα, απο- λαμβάνοντας παράλληλα και τον κήπο του, τον ωραιότερο κήπο του νησιού. Οι επί τριάντα χρόνια πελάτες του στην παραλία, πλέον τον επισκέπτονται στον ευωδιαστό του κήπο. Θεωρεί πώς ό,τι κι αν κάνει κάποιος, κάποια στιγμή θα του φανεί ανιαρό. Τα μόνα ωστόσο στα οποία δεν ένιωσε ποτέ πλήξη είναι η ενασχόληση με τον κήπο του και το ψάρεμα. Ο Μανώλης Κοκκώνης, στα 76 του χρόνια δεν έχει μόνο ευωδιαστό κήπο, αλλά και ευωδιαστή ψυχή και μάτια ρομαντικά, στα οποία έχουν μείνει ανεξίτηλα χιλιάδες ηλιοβασιλέματα. «Όλα κάποτε τελειώνουν», λέει «στο φινάλε. Η αξιοπρέπεια μένει».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΡΑΚΗΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΧΙΟΣ

Για τον κύριο Δημήτρη η γλύκα της θάλασσας του Αιγαίου δεν υπάρχει πουθενά. Η φτωχιά προκυμαία όπου μεγάλωσε τον έριξε στη ναυπη- γική. Καραβομαραγκός στο επάγγελμα, έμαθε το Αιγαίο από τις ιδιαιτερότητες της κάθε βάρκας, φτιαγμένη για τις ανάγκες του νησιού της, άλλη η μορφή της θάλασσας σε κάθε έκτασή της. Έζησε σε εκείνο το κομμάτι του χρόνου που είδε τις μεταφορές να γίνονται με καΐκια και μετά με φορτηγά πλοία, τους πολιτισμούς να πηγαί- νουν και να έρχονται. Αυτός όμως κράτησε την ουσία της τέχνης του, τη σιγουριά που θα δώσει στον άλλον άνθρωπο να βγει στη θάλασσα και να μην έχει έννοια. Γι αυτό και δεν την εκμεταλλεύτηκε ποτέ, «τι να τα κάνω τα πλούτη αν είναι να ξέρω ότι ο άλλος έχει πληγή». Αυτή είναι και η μοναδική έν- νοια που κουβαλάει ο ίδιος, μη φύγει και δεν καταφέρει να παραδώσει σε κάποιον την τέχνη του, και την ευαισθησία του γι αυτήν.

ΚΥΡ ΜΑΡΚΟΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΑΜΟΡΓΟΣ

Ο κυρ Μάρκος από τα οκτώ του χρόνια θυμάται να είναι στα βουνά και να προσέχει τα ζώα. Στα δεκαπέντε του, όμως, πάει για πρώτη φορά στην Αθήνα για να δουλέψει σε καφενείο. Από τότε μέχρι και σήμερα εργάστηκε στα ιστορικότερα καφενεία της Αθήνας και της Αμοργού γιατί, όπως λέει, αγαπάει την κοινωνικότητα και την παρέα. Νωρίς την δεκαετία του 1950 αγοράζει το καφενείο «ο Μάκης», του οποίου η ιστορία ξεκινάει τον 19ο αιώνα. «Ο Μάκης» υπήρξε το πρώτο καφενείο στην Αμοργό και το ένα από τα παλαιότερα στο Αιγαίο. Στα 92 του ο κυρ Μάρκος δηλώνει με μεγάλη συγκίνηση πως η πιο ωραία εποχή είναι η σημερινή που το επιτρέπει να απολαμβάνει τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο ίδιος καταδέχεται να φωτογραφηθεί μονάχα μαζί με τη γυναίκα του Σοφία, γιατί, όπως λέει, τα έκαναν όλα μαζί και χωρίς εκείνη τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Δεν ξέρω για άλλους, εγώ πάντως κλαίω από χαρά που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με τόσο γλυκιά στάση και θέση απέναντι στο σύντροφο της ζωής τους και θα’ θελα να πάω στην Αμοργό μόνο για να πιω κατ’ εξαίρεση ένα καφεδάκι από τα χεράκια του.

ΚΥΡ-ΠΕΤΡΟΣ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΧΑΛΚΗ

Καθώς μιλάει για το Χωριό τα μάτια του βουρκώνουν. «Είμαι παραπονιάρης, πάρα πολύ» λέει, και το χέρι του περιεργάζεται τα απομεινάρια από τους τοίχους του πατρικού του, σαν να μπορεί να τα αισθανθεί, να τους μιλήσει. Κάθε σημείο του Χωριού, του φέρνει αναμνήσεις. Με αυτές τις αναμνήσεις από το χωριό του ξυπνάει και κοιμάται ο κύριος Πέτρος. Γεμίζουνε τα μάτια του εικόνες κοιτάζοντας τα ερείπια του τόπου όπου πέρασε τα πιο όμορφά του χρόνια. Εδώ σε αυτούς τους ξεχασμένους δρόμους είπε την πρώτη του καντάδα. Μαζευόντουσαν απ’ όλο το νησί και γλεντίζανε στα πανηγύρια του Χωριού. Εδώ τα αγόρια συναντούσαν τα κορίτσια που αγαπούσαν, οι λύρες έπαιζαν στους δρόμους και το μαντολίνο γέμιζε με τον γλυκό του ήχο τον αέρα. Όλα τα όμορφα του νησιού χαθήκανε, ο κόσμος τραβήχτηκε στην παραλία, στον τουρισμό, και η ψυχή του λυπάται βαθιά για όσα αφήσανε πίσω. Και χάθηκε ο ρυθμός και ρήμαξαν τα πάντα. «Καλό μου παλαιόχωρο που ‘ναι η λεβεντία σου, πού ‘ναιν οι μερακλήδες σου και οι ξενύχτηδές σου;». Τρέμει η φωνή του σαν το τραγουδά σιγανά, και είναι γιατί τρέμει το φιλοκάρδι του για την αγαπημένη του την Χάλκη.

ΧΡΥΣΑ ΚΑΖΑΛΑ

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: ΙΚΑΡΙΑ

Η Χρύσα Καζάλα ζει στο βουνά ατενίζοντας τη θάλασσα από ψηλά, στον δικό της προστατευμένο κόσμο που γνωρίζουν μόνο οι καρδιακοί της φίλοι. Το επώνυμο κρατάει από τον 16 αιώνα, οι πειρατές έδεσαν τον προπάτορά της στο κατάρτι για να τον εκτελέσουν, γιατί μοίραζε κρυφά φαγητό στο πλήρωμα, όμως είχε σουρουπώσει και οι μουσουλμάνοι δεν σκότωναν μετά την δύση. Την επόμενη ημέρα με τη βοήθεια του πληρώματος, είχε λυθεί και βούτηξε στην θάλασσα να γλιτώσει και εκεί τον βρήκανε ναυαγό Ικαριώτες πειρατές που έμεναν στο Σταύλο, τον μαζέψανε και του δώσανε την αδερφή τους. Αν δεν είχε συμβεί αυτή η μυθοστορηματικά παραμυθένια ιστορία δεν θα είχε γεννηθεί η Χρύσα το ’45. Ο Καββαδίας, τα ποιήματα της μητέρας της που ανακάλυψε μετά τον θάνατο της και το ταξίδι ψυχής ήταν η αιτία για να αρχίσει να γράφει ποίηση, όχι για να την πουλήσει αλλά για να την χαρίσει σε όποιον την έχει ανάγκη σαν πυξίδα σκέψης. Με το εφάπαξ μιας ζωής επέλεξε να κάνει ένα ταξίδι στην Ανταρκτική που όμως δεν θα τελειώσει ποτέ αφού από τότε δεν έχει σταματήσει να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο ψυχή τε και σώματι. Τις περισσότερες φορές μόνη της, γιατί όπως λέει το ταξίδι είναι πέταγμα – φεύγει όχι μόνο το σώμα, αλλά και το μυαλό – είσαι σε άλλη διάσταση – είναι σαν να ξαναγεννιέσαι. Συγκρατώ έναν στίχο της που τον έχει και στον τοίχο της σαν λάβαρο της ατομικής της επανάστασης «το μεγαλύτερο τίμημα της ελευθερίας δεν είναι η μοναξιά, είναι το στέγνωμα της ψυχής. Όποιος όμως τα καταφέρει δεν την αλλάζει με τίποτα». Και ή Χρύσα την κατόρθωσε την ελευθερία της.