Γράφει ο Γιώργος Συγριμής

Θα μπορούσαν να ήταν αδέρφια (λες να ‘ταν ετεροθαλή;), teammates στη Formula 1 ή συμπαίκτες στην Manchester United. Η μοίρα δεν έπαιξε περίεργα παιχνίδια μαζί τους για να γίνουν κολλητοί. Σε μια άλλη ζωή σίγουρα θα ήταν. Θα τα έπιναν παρέα σε ένα μπαρ, ανάμεσα σε πολλές όμορφες γυναίκες και τόνους αλκοόλ, βλέποντας  τις εξελίξεις σε όσα συμβαίνουν σε γήπεδα και πίστες.

Αν και ηλικιακά είχαν περίπου ένα χρόνο διαφορά, ο Βρετανός Τζέιμς  Χαντ γεννήθηκε στο Μπέλμοντ το 1947 και ο Βορειοϊρλανδός Τζορτζ Μπεστ γεννήθηκε στο Μπέλφαστ το 1946, έζησαν τα καλύτερα αθλητικά τους χρόνια σε διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικές δεκαετίες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ξεχωριστά για τον καθένα από τους δυο θρύλους.

Τζέιμς Χαντ

Πρωταθλητής στη διασκέδαση, στο ωραίο φύλλο και στις πίστες της Formula 1.

Έχοντας πάθος με τα αυτοκίνητα και την ταχύτητα ξεκίνησε στο τοπ επίπεδο με την ομάδα του Λόρδου Χέσκεθ χωρίς να καταφέρει κάτι ιδιαίτερο λόγω και της οικονομικής αδυναμίας της ομάδας να υποστηρίξει το αστείρευτο ταλέντο του Χαντ και να τον οδηγήσει σε τίτλο. Κάτι που όμως θα κατάφερνε και με το παραπάνω η   Mc Laren η οποία άρπαξε την ευκαιρία και το 1976 του έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχθεί παγκόσμιος πρωταθλητής νικώντας στο Grand Prix της Ιαπωνίας υπό καταρρακτώδη βροχή. Ήταν ο αγώνας όπου ο μεγάλος αντίπαλος του, ο αυστηρός και πειθαρχημένος οδηγός – κομπιούτερ Νίκι Λάουντα θα αποσυρόταν από το δεύτερο μόλις γύρο γιατί δεν ήθελε να ρισκάρει τη ζωή του λίγο καιρό μάλιστα μετά το τροχαίο όταν σώθηκε από θαύμα. Ήταν όμως και ο αγώνας όπου ο πάντα θαρραλέος σε επικίνδυνο βαθμό Τζέιμς Χαντ θα γινόταν πρωταθλητής και οδηγός παγκόσμιας κλάσης. Ούτε η κόντρα του αυτή όμως τον έβαλε σε καλούπια ώστε  να διεκδικήσει περισσότερους τίτλους. Όπως είπε και ο Λάουντα «ο James είχε αποδείξει πλέον σε όλους ό,τι είχε να αποδείξει». 

Πρώτη απόσυρση από τα κοκπιτ το 1979 λοιπόν και δυο αποτυχημένα  comeback το 1980 και 1990 χωρίς λόγο αναφοράς. Αντιθέτως ανάμεσα σε αυτά η παρέλαση αιθέριων υπάρξεων, τα πάρτυ, οι κραιπάλες  και το αλκοόλ έρεαν άφθονα. Σχολιαστής αγώνων, πάντα ανοργάνωτος και αθυρόστομος, όπως ακριβώς οδηγούσε. Χωρίς προετοιμασία αλλά με περίσσιο θράσος έβγαζε τη γλώσσα στους ανταγωνιστές και τους επικριτές του εντός και εκτός πίστας. Σε αντίθεση με το πρότυπο οδηγού που παρουσίαζε ο κόσμος της Formula 1 αυτός ζούσε στο δικό του κόσμο. Όταν μάλιστα και μετά από 2 διαζύγια βρήκε την Ιθάκη του στην κατά 18 χρόνια νεότερη Helen Dyson  δεν πρόλαβε να ηρεμήσει. Αποφάσισε για χάρη της να βαδίσει στον ίσιο δρόμο αλλά η καρδιά του δεν άντεξε στην τελευταία στροφή της πολυτάραχης ζωής του. Της έκανε πρόταση γάμου στις 14 Ιουνίου του 1993 και την επόμενη μέρα στις 15 έφυγε για τις πίστες των ουρανών.   Προφανώς και είπαν σωστά για αυτόν πως ζούσε κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία.

Τζορτζ Μπεστ

Πρωταθλητής στη διασκέδαση, το ωραίο φύλλο και τα γήπεδα του κόσμου.

Το παιδί – θαύμα από το Μπέλφαστ πήγε στη Manchester United από τα 15 και έκανε ντεμπούτο λίγο μετά τα 17. Μπορούσε να παίξει στα πλάγια ή στο κέντρο, να σεντράρει, να πασάρει, να σκοράρει και με τα δυο πόδια ή ακόμα και με το κεφάλι. Κυρίως όμως ως καλλιτέχνης της στρογγυλής θεάς μπορούσε να ντριμπλάρει όσους του έκλειναν το δρόμο προς την κορυφή. Ο μοναδικός ανίκητος αντίπαλος που δεν μπορούσε να ξεπεράσει με μια βιρτουόζικη ενέργεια ήταν το αλκοόλ. Πρώτος σκόρερ της ομάδας του, πρωταθλητής Αγγλίας και Ευρώπης, κάτοχος Χρυσής Μπάλας αλλά κυρίως ο πρώτος παίκτης σούπερ σταρ, ο πέμπτος Beatle. Ανάμεσα στη σαμπάνια, τα όμορφα κορίτσια, τα super cars, τις κραιπάλες και τα πάρτυ ο μακρυμάλλης γόης έπαιζε και μπάλα. Απρόβλεπτος και αέρινος ξεσήκωνε τους φιλάθλους όπως ακριβώς είχε κάνει στο πάρτυ το προηγούμενο βράδυ, όπως έκανε και κάθε βράδυ. Λατρεύτηκε σαν παίκτης, αποθεώθηκε ως  ροκ σταρ μα δυστυχώς άρχισε να γίνεται σκιά του εαυτού του. Ήταν 25 χρονών και είχε κυριολεκτικά όλο τον κόσμο στα πόδια του. Δεν τον ικανοποιούσε όμως τίποτα και έψαχνε τη λύση εκτός γηπέδου με λάθος επενδυτικές- επαγγελματικές κινήσεις και μποέμικη ζωή.  Τα είχε καταφέρει όλα ή μάλλον σχεδόν όλα και δεν είχε να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Προκάλεσε σοκ με την πρώτη απόσυρση από την ενεργό δράση γύρω στα 27 και ενώ ξανάβαλε σορτσάκι άμεσα δεν στέριωσε πουθενά ως γυρολόγος μέχρι τα 38 που σταμάτησε οριστικά. Προσπάθησε να επιβιώσει οικονομικά και σωματικά μα οι ζημιές ήταν ανεπανόρθωτες. Ως φοβερός ατακαδόρος και με αναμφίβολα, ειρωνικό κάποιες φορές, χιούμορ έπλασε και ο ίδιος το μύθο γύρω από το όνομά του και την άστατη ζωή. «Αν είχα γεννηθεί άσχημος, κανείς δεν θα ήξερε τον Πελέ». «Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά τις ζωής μου». «Ξόδεψα το 90% των χρημάτων μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα». «όταν φύγω όλοι θα ξεχάσουν όλα τα άσχημα και θα θυμούνται το ποδόσφαιρο. Αν έστω και ένας άνθρωπος πιστεύει ότι είμαι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, αυτό μου αρκεί».

Τραγική όμως η τελευταία του ατάκα λίγες μέρες  πριν μπει στο τελευταίο ματς της ζωής του λίγα χρόνια μετά τη μεταμόσχευση ύπατος. «Μην πεθάνετε σαν εμένα».

Αυτός και αν ζούσε κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία.

Θα μπορούσε να είναι και πραγματικός διάλογος…

-Hey, Georgie  αύριο που θα κερδίσετε το Πρωταθλητριών σε βλέπω να παίρνεις  και δεύτερη Χρυσή Μπάλα.

-Yeah James, το βράδυ μετά τη νίκη σου θα πανηγυρίσουμε παρέα το δεύτερο πρωτάθλημα σου στη Formoula 1

-Ας πιούμε μια γύρα ακόμα και πάμε για ύπνο φίλε…

-Ναι αλλά πρώτα να κεράσουμε την ακριβότερη σαμπάνια τις κυρίες  στο τραπέζι μας…