Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας, μια κουλτουριάκη b-movie, ένα ντοκιμαντέρ με ελιτίστικη ματιά στα σκυλάδικα του 90, μια πολυεπίπεδη ερωτική ιστορία σε μοτίβο αρχαίας τραγωδίας με φόντο την Ελλάδα των μεγάλων «πακέτων», της νύχτας, των μπουζουκιών, της χλιδάτης παρακμής, το σίκουελ από το «Αυτή η νύχτα μένει», η τέταρτη ιστορία από το «Όλα είναι δρόμος» που για κάποιο λόγο κόπηκε στο μοντάζ.

Αυτός γεννημένος στις αρχές του 1950 στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, ατίθασος, θρασύς, αχαλίνωτος, αλητάκι και φιλόσοφος του πεζοδρομίου, κοινωνικός κι απόμακρος. Θα δούλευε επιπλοποιός στο μαγαζί του πατέρα του, τσάτρα πάτρα σπουδές στο εξωτερικό, καυγάδες με τη μάνα του, που λατρεύει, μπάντες για να ρίξει γκόμενες. Ταλαντούχος στο στίχο εντοπίζεται από το Μπονάτσο και ξεκινάει καριέρα μοντέρνου ρεμπέτη, λαϊκού ροκά, ξεσηκωτή σε μαγαζιά για αυτούς που σκαμπάζουν από τη νυχτερινή Αθήνα και ξέρουν πώς να διασκεδάζουν. Η αναρρίχησή του είναι ραγδαία. Από εκεί που γελούσαν με τα τραγούδια τους στις εταιρείες ξαφνικά τον παρακαλούνε για μια υπογραφή. Μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται το πρώτο όνομα στη νύχτα, κατακτά τα μπουζούκια, τα κασέ ξεφεύγουν, τα φώτα στρέφονται πάνω του, ένας επιπλοποιός από τα Καμίνια, ένας φάλτσος μαυροτσούκαλος, που δε θα σου γέμιζε με τίποτα το μάτι, αν το πετύχαινες στο δρόμο, παραμερίζει τις ντίβες, γίνεται βασιλιάς της πίστας, συνδιαλέγεται με το Μάνο Χατζιδάκι, τον Άκη Πάνου.

Αυτή γεννημένη δέκα χρόνια πιο μετά, γίνεται το πρώτο sex symbol στην Ελλάδα, που καλά καλά δεν ήξερε να ορίζει αύτη την έννοια. Aπό βιντεοταινίες της κακιάς ώρας τη δεκαετία του 80, βρίσκεται ξαφνικά να πρωταγωνιστεί σε οσκαρική ταινία, γίνεται η Ελληνίδα Μόνικα Μπελούτσι, η φαντασίωση κάθε εφήβου, ο στόχος κάθε επιχειρηματία να τη βάλει στο χαρέμι του, σημείο αναφοράς στις συζητήσεις όλων των αντρών, παρουσιάζει καλλιστεία, μπαινοβγαίνει σε σχέσεις, ξεκοκαλίζει περιουσίες, γυρνοβολάει τη νύχτα, γίνεται πρωτοσέλιδο, μαϊντανός σε σειρές και ταινίες.

Το αουτσάιντερ τα πήρε όλα σε κάθε επίπεδο, για 2 χρόνια είναι καψούρης με την πιο μεγάλη φαντασίωση της πόλης κι αυτή τον επιλέγει ανάμεσα σε φραγκάτους, γόνους, μοντέλα, σκηνοθέτες και παραγωγούς. Γίνονται το πρώτο γκόσιπ της πόλης, της γράφει σουξέ, πρωταγωνιστεί στα βίντεοκλιπ του, τρέχουν με σπασμένα φρένα, ο ένας πίνει τα νιάτα του άλλου σε ένα background με μεθυσμένους θαμώνες, πεταμένα γαρύφαλλα, μπουκάλια από ουίσκι, κιθάρες, μπουζούκια, πούρα αναμμένα, πορτιέρηδες και μπράβους.

Χώρισαν, τα χρόνια πέρασαν. Αυτός παντρεύεται μια άλλη και κάνει παιδιά μαζί της. Χάνεται οριστικά από τη νύχτα, τα φώτα και τη δημοσιότητα. 18 χρόνια κάνει να βγει στην τηλεόραση. Ποτέ δεν τα πολυγούσταρε αυτά. Τα τραγούδια του από σουξέ ξαναγυρίζουν στη σφαίρα του καλτ και του ρετρό, ακούγονται κάποιοι στίχοι μόνο μπερδεμένοι, μιξαρισμένοι μαζί με άλλες νοσταλγικές φαλτσοκαντάδες του 90 και του 2000 σε επαρχιακά μπιτσόμπαρα μετά τις 3 το πρωί, πριν την τελευταία βόλτα του περιπολικού έξω από το μαγαζί. Κάποια λίγα τραγούδια του περνάνε στην αθανασία. Ψαρεύει. Περνάει χρόνο στην ελληνική επαρχία και στο λιμάνι του Πειραιά. Παίζει πολύ κιθάρα. Θρήσκος. Τα μαλλιά του λιγοστεύουν κι ασπρίζουν.

Και για αυτή η φούσκα σκάει. Ελάχιστοι θυμούνται πια το οσκαρικό της παρελθόν, περισσότερο φαίνεται να ταίριαζε στις βιντεοταινίες του 80, κάνει κι αυτή παιδί, την χρυσόσκονη την πήρε ο πανδαμάτωρ χρόνος, τα κανάλια την ξεχνούν, το sex symbol έγινε πια επάγγελμα (γυρίζει και στο influencer). Δεν ξεχωρίζει. Σήμερα θα την αναφέρουν δεικτικά στα ΜΚΔ για μερικές γραφικές της δηλώσεις για το Φιλιππίδη, κανείς έφηβος δεν την φαντασιώνεται πια κάτω από τα σεντόνια, τα τηλέφωνα χτυπάνε πιο σπάνια, το όνομά της πια δεν ακούγεται, δεν πουλάει.

2016

Μετά από πολλά χρόνια απουσίας το αουτσάιντερ ανεβαίνει ξανά στην πίστα, τα κανόνισε ο γιος του, το τρακ κι ο χρόνος τον νικάνε κατά κράτος, αλλά πολεμάει με την κιθάρα του σαν παλιός στρατιώτης. Εκείνη είναι εκεί. Κάθεται στο πρώτο τραπέζι, καρφί στα μάτια του. Έρχεται η ώρα να πει το τραγούδι τους, ένα τραγούδι αποκηρυγμένο, με σπασμένη φωνή λέει «στη Βάνα» και μπαίνει το πρώτο κουπλέ. Αυτή σηκώνεται. Τραγουδάει από κάτω μαζί του. Το πλάνο αρχίζει να κλείνει μόνο αυτούς τους δυο. Ανεβαίνει με τα γόνατα στην πίστα, να τη λυπάσαι και να την χαίρεσαι παράλληλα. Ο χρόνος σταματά, η γη δεν κινείται πλέον. Τον παίρνει αγκαλιά. Σε ένα βαριά καλτ σκηνικό με τσιφτετέλια, λουλουδούδες, πανέρια ανάκατα στην πίστα, κινητά υψωμένα, κραυγές, πολύχρωμα φώτα, οι δυο φωτιές ενώθηκαν ξανά. Για λίγα δευτερόλεπτα λύγισαν τον χρόνο, ξεθύμαναν την πίκρα της ξεθωριασμένης αγάπης και της εφήμερης δημοσιότητας. Ήταν ξανά το θρασίμι κι ήταν ξανά η πιο καυτή Ελληνίδα. Ήταν ξανά μια καψούρα που μόνο δυο νέοι μπορούν να ζήσουν, η καψούρα που γίνεται η κινητήριος δύναμη των μεγάλων σουξέ. Μια καψούρα που πήρε μια τελευταία ανάσα πριν γυρίσει οριστικά στη λήθη, μια καψούρα που θα έσβηνε μαζί με την τελευταία επανάληψη του ρεφρέν.

Αυτός γυρίζει σελίδα στο αναλόγιο. Αυτή επιστρέφει στο τραπέζι της. Κι οι δυο θα γυρίσουν εκεί που η ζωή τούς επέλεξε να πάνε.

10 Νοεμβρίου 2021

Την Πέμπτη 10/11 έφυγε από τη ζωή ο Χρήστος Κυριαζής. Άνθρωπος άξιος σεβασμού, γιατί υπήρξε ειλικρινής απέναντί μας, για το «Βράδυ Σαββάτου», για την «Φυλακή» και γιατί η ζωή του ήταν ένα ποίημα, γραμμένο πάνω σε ένα πακέτο τσιγάρα σε κάποιο σκυλάδικο ή σε μια προβλήτα στο λιμάνι του Πειραιά.

Πηγή: Κυκλοθυμικός / Facebook