Γράφει η Λιάνα Μπουκουβάλα

Τρεις ζωές που χάθηκαν. Τρεις καρδιές που σταμάτησαν να χτυπούν. Και μόνο στο άκουσμα της είδησης οι περισσότεροι νιώσαμε πως χάσαμε τον κόσμο. Εγώ με ένα νεογέννητο δίπλα μου να με κοιτάζει, ένιωσα λιγάκι εντονότερα τον κόμπο στο στομάχι. Από τις πρώτες κιόλας μέρες κυκλοφορίας του SUGAR είχα κάνει μία άτυπη συμφωνία με τον εαυτό μου. Να μην σας συννεφιάζω με θλιβερές ιστορίες. Εμείς εδώ είμαστε για να σας κάνουμε να χαμογελάτε. Μα αλήθεια πείτε μου, πως μπορώ να μην αναφερθώ στην φρικαλέα αυτή ιστορία της Πάτρας;

Πως να σας μεταφέρω τη χαρά όταν από τη μία η «Μήδεια της Κεταμίνης», από την άλλη ο γνωστός σε όλους μας πλέον Αναγνωστόπουλος όχι μόνο δολοφόνησε τη γυναίκα του, Καρολάϊν, αλλά έπαιζε για καιρό «θέατρο» ότι τάχα μου τους λήστεψαν και οι ληστές αφαίρεσαν τη ζωή της αδικοχαμένης κοπέλας και φυσικά ο πόλεμος και οι άμαχοι που χάθηκαν στιβαγμένοι σε δρόμους, πεζοδρόμια και αυτοσχέδιους τάφους, είναι πλέον η καθημερινότητά μας; Μια καθημερινότητα που έρχεται να μας θυμίσει πόσο ασήμαντη είναι για κάποιους η ανθρώπινη ζωή, όταν δε μάλιστα από τα κανάλια αντιμετωπίζεται μονάχα σαν αγώνας δρόμου με σκοπό το χρήμα και την τηλεθέαση;

Photo by Dimitar Belchev on Unsplash

Τηλεοπτικά παράθυρα να δίνουν και να παίρνουν, ειδήμονες της σφαλιάρας να εκφέρουν άποψη όπου σταθούν, δήθεν φίλοι και αυτόπτες μάρτυρες που ξέρουν «εκ των έσω» τι έχει συμβεί, ήρθαν σαν κερασάκι στην τούρτα να μας υπενθυμίσουν το χαμηλό μορφωτικό επιπέδο ενός λαού που ψοφάει για αίμα, ιδρώτα και μπανιστήρι απο την κλειδαρότρυπα. 

Ενός λαού που ανακυκλώνει δίχως σταματημό φωτογραφίες των αδικοχαμένων παιδιών για λίγα ψωροlike, που παριστάνει τον δικαστή στήνοντας δίκες πίσω από την ανωνυμία του πληκτρολογίου του, που δεν διστάζει να προβάλει βίντεο νεκρών παιδιών θυμάτων ενός πολέμου σε prime time ζώνη χωρίς να καλύπτει τα πρόσωπα εκείνων και των δικών τους που σπαράζουν πενθώντας. 

Ενός λαού που «γνωρίζει» καλύτερα από τον καθένα το νομικό πλαίσιο της χώρας, και είναι σε θέση να κρίνει με περίσσια ευκολία τη δικαιοσύνη για τις αποφάσεις της. Που η ποινή του Αναγνωστόπουλου για ισόβια και 11,5 χρόνια δεν του είναι αρκετή και που απαιτεί με ανώνυμα σχόλια σε κάθε post στο διαδίκτυο «να λιώσει στη φυλακή το τομάρι». Και ναι, δεν σας κρύβω πως στο άκουσμα της ποινής, όταν δε μάλιστα νομικοί αναφέρουν πως σε λιγότερο από δέκα χρόνια υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι έξω, κι εγώ θύμωσα. Ένιωσα αδικημένη και απροστάτευτη σε μία χώρα που τιμωρεί τη δολοφονία τόσο «ελαφρά»… Μα είναι άραγε το «να λιώσει στη φυλακή το τέρας» το ζήτημα ή το να επανεξεταστεί το νομικό πλαίσιο των ποινών την ώρα δε που οι δολοφονίες έχουν γίνει «καθημερινό φαινόμενο»; Και αυτό, είμαι βέβαιη, πως με τις διαδικτυακές κατάρες και βρισιές, ως λαός ουδέποτε θα το πετύχουμε.

Πόσο λυπάμαι που είμαι κομμάτι του και πόσο ακόμα θλίβομαι που τόσο καιρό κανείς δεν άγγιξε το τραυματικό βάθος των όσων ζούμε, αυτό που δεν ρουφάει το αίμα μόνο των δολοφόνων που «τράβηξαν την σκανδάλη» αφαιρώντας ζωές, μα ολόκληρης της ήδη τραυματισμένης κοινωνίας μας που τρέχει καθημερινά με 1000 το αντίθετο ρεύμα και που κάποια στιγμή θα προκαλέσει μία σύγκρουση τόσο δυνατή, που όσο και αν ίσως την αναμένουμε κλείνοντας τα αυτιά μας, θα μας ξεκουφάνει τόσο πολύ, που από εδώ και εμπρός οι κραυγές θα ακούγονται σαν ψίθυροι…