Τον γνώρισα κάπου στο 2010, όταν δουλεύαμε τότε στην ίδια εφημερίδα, με τα γραφεία μας να είναι σχεδόν διπλανά. Ευγενής, έξυπνος και με χιούμορ, μα πρωτίστως καλός άνθρωπος. Ήταν πάντα εκεί για εμάς τους νεότερους στο χώρο και βοηθούσε ανιδιοτελώς με όποιον τρόπου μπορούσε. Μέσα στα χρόνια, ένας καφές στο τόσο, μας ένωνε για να μαθαίνουμε ο ένας τα νέα του άλλου. Ώσπου στο τραπέζι έπεσε το «Σεξ Λεξικόν: Η επιστήμη  του Έρωτα». Εκεί κάπου έμαθα ότι εκτός από δημοσιογραφικά κείμενα, εκτός από άρθρα και έρευνες, ο Σπύρος είναι και συγγραφέας! Και μάλιστα, πάρα πολύ καλός! Κάτι που επισφράγισα πια, όταν είδα και την παράσταση. Όλη αυτή η σπιρτάδα και το χιούμορ του αποτυπώνονται απόλυτα στη σκηνή!

Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα

Είσαι μέσα στα «θεατρικά πράγματα», λόγω δουλειάς και συγκυριών, εδώ και αρκετά χρόνια. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να γράψεις ένα θεατρικό σενάριο, την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και όχι, ας πούμε, κάποια χρόνια νωρίτερα;

Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο μου ολοκληρωμένο θεατρικό έργο το έγραψα πριν πέντε χρόνια, χωρίς όμως να το προχωρήσω περαιτέρω. Είχα εισπράξει θετικά σχόλια αλλά δεν επιχείρησα κάτι περισσότερο. Τώρα που το σκέφτομαι θα έλεγα ότι τότε ήμουν σε φάση που χρειαζόμουν περισσότερο μια νέα συγγραφική πρόκληση. Το γράψιμο ήταν ούτως ή άλλως στην καθημερινότητα μου, λόγω της θητείας μου στις εφημερίδες, αλλά ένιωθα ότι ήθελα να δοκιμαστώ σε κάτι τελείως διαφορετικό. Ύστερα με επέλεξε το Εθνικό Θέατρο από ένα έργο μου στην ομάδα των δέκα συγγραφέων στο Studio Θεατρικής συγγραφής το 2015-16. Υπό την καθοδήγηση των ανθρώπων του, άρχισα να ξεκαθαρίζω ακόμη περισσότερο την οπτική μου και τον τρόπο μου πάνω στη θεατρική συγγραφή. Εκείνη την περίοδο είχα την τύχη να δω και το μονόπρακτό μου «Εστίες» στην σκηνή του «Ρεξ» του Εθνικού Θεάτρου και να διαπιστώσω πως παίρνει σάρκα και οστά αυτό που δούλευες στο μυαλό σου. Λίγο μετά έγραψα και το «Σεξ Λεξικόν: Η επιστήμη  του Έρωτα» με στόχο να ανέβει. Εκτιμήθηκε από τους παραγωγούς του θεάτρου 104 και τώρα που μιλάμε διάγει τη δεύτερη σεζόν του.

 

Εξασκείς ακόμη τη δημοσιογραφική σου ιδιότητα ή έχεις αφοσιωθεί στη συγγραφή;

Βεβαίως και την εξασκώ. Είμαι αφοσιωμένος και δημοσιογραφικά. Είναι κάτι που το φέρω ως ιδιότητα  και θα συνεχίσω να το φέρω, αναγνωρίζοντας όλες τις δυσκολίες του επαγγέλματος του Δημοσιογράφου. Έχω ήδη κλείσει 20 χρόνια στα Μέσα. Τα τελευταία εννιά χρόνια εργάζομαι στο ιστορικό Κανάλι Ένα του Πειραιά στους 90,4, στο πρώτο ραδιόφωνο της Ελεύθερης Ραδιοφωνίας.

Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που διάβασε το «Σεξ Λεξικόν», όταν αυτό ολοκληρώθηκε και ποια τα σχόλιά του;

Ήταν η σκηνοθέτης του έργου, η Αγγελίτα Τσούγκου Η Αγγελίτα άκουσε την αρχική ιδέα, την ενίσχυσε με τη ξεκάθαρη ματιά της και με ενθάρρυνε με την εμπειρία της και τη θεατρική της αντίληψη να τη δουλέψω. Ενθουσιάστηκε από το πρώτο draft που της παρέδωσα χωρίς, ωστόσο, να μου χαϊδέψει τα αυτιά. Ήταν αντικειμενική και σαφής στις παρατηρήσεις της. Στη συνέχεια το διάβασαν  οι παραγωγοί του «θεάτρου 104», η Πωλίνα Καραναστάση και Θάνος Δημητριάδης, οι οποίοι τόλμησαν να το ανεβάσουν σε δική τους παραγωγή. Και λέω «τόλμησαν» γιατί δεν είναι σύνηθες μια παραγωγή στην Ελλάδα να εμπιστεύεται έναν ελληνικό έργο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.

Η  Αγγελίτα, εκτός από το να υπογράφει τη σκηνοθεσία είναι και σύζυγός σου. Πόσο εύκολο ήταν να συνυπάρχετε επαγγελματικά;

Λόγω ακριβώς της σχέσης μας, είμαστε σε θέση να άρουμε τις τυπικότητες της επαγγελματικής μας συνεργασίας και να δουλέψουμε επί της ουσίας .Δεν υπήρχαν στιγμές διαφωνιών και εντάσεων, επειδή έχουμε σχεδόν την ίδια αισθητική και άποψη. Η συνεργασία μας ήταν και είναι αγαστή και θα ξανασυνεργαστούμε.

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και σε βιβλίο το «Σεξ Λεξικόν: Η επιστήμη του Έρωτα» από τις εκδόσεις Εκδόσεις Περίπλους. Ολοκληρώνεται με αυτό τον τρόπο το ταξίδι του ή να περιμένουμε ίσως ακόμη και προβολή στις κινηματογραφικές αίθουσες;

Ναι, κυκλοφόρησε από της Εκδόσεις Περίπλους υπό το Διονύση Βίτσο, που διάβασε το έργο και αποφάσισε να του δώσει στέγη στον εκδοτικό του οίκο. Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί εκτιμώ τις εκδόσεις «Περίπλους» και για όσα εκδίδει και για την αισθητική τους. Όσο για τον κινηματογράφο, είναι κάτι που μου το λένε συχνά. Όμως δεν έχω την πρόθεση να γράψω κινηματογραφικό σενάριο σε αυτή τη φάση, μια και έχει τους δικούς του κανόνες και θα χρειαζόταν να εντρυφήσω σε αυτό για καιρό. Θα το αφήσω στην Αγγελίτα Τσούγκου, που γράφει για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Φέτος, είναι η 2η χρόνιά, στο «θέατρο 104». Πόσο διαφορετική είναι η φετινή σε σχέση με πέρσι;

Φέτος παίζεται ένα νέο έργο και όχι μια επανάληψη του περσινού με νέα διανομή. Την περασμένη σεζόν παίχτηκε με τη Μαρία Χάνου και το Χρήστο Κοντογεώργη, στο black box του θεάτρου 104. Φέτος παίζεται με τη Φωτεινή Αθερίδου και το Σπύρο Χατζηαγγελάκη, στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου 104. Επαναπροσδιορίστηκε το έργο σκηνοθετικά από την Αγγελίτα Τσούγκου, άλλαξε η αφίσα και η αισθητική της φωτογράφησης από το Χαρη Γερμανίδη, η Χριστίνα Θανάσουλα φώτισε ένα μεγαλύτερο χώρο, η Ερμίρα Γκόρο δούλεψε κινησιολογικά με άλλους ηθοποιούς, ενώ η Σάντρα Σωτηρίου υπέγραψε φέτος τα σκηνικά και τα κοστούμια. Από την πλευρά μου έκανα κάποιες κομβικές συγγραφικές αλλαγές που με χαρά διαπίστωσα ότι λειτούργησαν. Είμαι ευγνώμων που το έργο μου φέτος έχει ακόμη μεγαλύτερη απήχηση από πέρυσι.

Η παράσταση κατά κοινή ομολογία, έχει αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές. Είναι αυτό κάτι που σε αγχώνει, υπό την έννοια ότι πλέον αυξάνονται οι απαιτήσεις;

Δεν με αγχώνει. Με χαροποιεί και με κολακεύει ίσως, άλλα μέχρι εκεί. Δεν επιβεβαιώνομαι, ούτε προσδιορίζομαι  ως συγγραφέας από τις καλές κριτικές. Το ίδιο θα ένιωθα αν ήταν και κακές. Όλα είναι στο παιχνίδι από τη στιγμή που συμμετέχεις σε κάτι που εκτίθεται δημοσίως. Τις σέβομαι και τις διαβάζω, αλλά δεν με ορίζουν. Τον πήχη των απαιτήσεων τον ανεβάζουμε ή τον κατεβάζουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι. Προσπαθώ λοιπόν να είμαι συγκεντρωμένος στη δουλειά μου και συνεπής σε αυτό που κάνω χωρίς να νιώθω πίεση.