Πέρασαν 13 χρόνια από τότε που για πρώτη φορά πέταξε μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή του σπιτιού της. Έκτοτε όπως δηλώνει η ίδια, είναι σα να έβγαλε φτερά. Και όταν νιώσεις αυτό το συναίσθημα, δύσκολα μπορείς να πεις «Φτάνει πια. Προσγειώστε με.» Η Μαρία Ιότοβα έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στο δημοσιογραφικό τμήμα του Παντείου και έπειτα πήρε το master της στη διεθνή δημοσιογραφία από το πανεπιστήμιο του Sussex, στην Ουαλία. Ξεκινώντας φανταζόταν τον εαυτό της ως πολεμική ανταποκρίτρια, οι δυσκολίες που αντιμετώπισε όμως στο να βρει δουλειά, την έκαναν σύντομα να καταλάβει πως ο δρόμος προς το όνειρο δε θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Έτσι, με μόνη της αποσκευή την αγάπη της για την γραφή και την περιέργειά της να ανακαλύψει τον κόσμο, ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι σε δεκάδες χώρες, σε πέντε μάλιστα από τις οποίες έζησε για καιρό ξεκινώντας τη ζωή της με τον άντρα της, από το μηδέν.

Πόσο εύκολο είναι άραγε να είσαι «πολίτης του κόσμου»; Τι χρειάζεται αλήθεια για να αφήσεις πίσω σου τη σιγουριά της πατρίδας και να ανοίξεις τα φτερά σου ανακαλύπτοντας τον κόσμο; Και αν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα περίμενες; Αυτές και δεκάδες ακόμη απορίες είχα όταν αποφάσισα να κάνω αυτή την κουβέντα μαζί της…

Συνέντευξη στη Λιάνα Μπουκουβάλα

Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία;

Δεν το αποφάσισα τότε, αλλά θυμάμαι την απροσμέτρητη χαρά μου και το συγκαλυμμένο άγχος μου, όταν η φωτοτυπημένη εφημερίδα του 9ου Δημοτικού Κερατσινίου διανεμήθηκε και μέσα ήταν η πρώτη μου δημοσιογραφική κατάθεση ως μαθήτρια της Ε’ τάξης. Ως έφηβη, μου άρεσε να αποδελτιώνω πληροφορίες. Είχα ημερολόγια στα οποία κολλούσα αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών με σημαντικά γεγονότα και ειδήσεις των ημερών γιατί με συνέπαιρνε η πορεία των πραγμάτων, η μνήμη, και η αλληλεξάρτηση των γεγονότων. Σταδιακά το αποφάσιζε η ζωή για μένα. Στο γυμνάσιο μου έλεγαν ότι γράφω ωραίες εκθέσεις, και στο λύκειο που η κριτική σκέψη περιοριζόταν σε παραταγμένες ιδέες του φροντιστηρίου, αδημονούσα να αποτολμήσω να γράψω τις δικές μου απόψεις. Έτσι, το έκανα σκοπό της ζωής μου να ανοίξω τα μάτια και τα αυτιά μου στο κόσμο, ώστε αυτά που θα γράψω να έχουν ουσία, να είναι ακριβή, δίκαια και αμερόληπτα. Στο τέλος της τρίτης λυκείου,  πρώτη μου επιλογή — για την οποία δε μετάνιωσα ποτέ — ήταν το δημοσιογραφικό τμήμα του Παντείου για τις ανοιχτόμυαλες και εριστικές προσωπικότητες του όπως ο Γιώργος Βέλτσος, ο Διονύσιος Καββαθάς, και ο Στέφανος Ροζάνης.

Τι ήταν αυτό που σε έκανες να αφήσεις πίσω σου την οικογενειακή θαλπωρή και να κυνηγήσεις στο εξωτερικό το όνειρό σου;

Η αφορμή ήταν δύο παράλληλες αγάπες που ξεκίνησαν και τέλειωσαν μαζί: ο Λευτέρης και το Πάντειο. Όταν επί τέσσερα χρόνια είσαι βαθιά αφοσιωμένος σε κάτι και έρχεται η ώρα να το αφήσεις (το μεν γιατί με το ζόρι τίποτα δε γίνεται και το δε γιατί αποφοίτησες), γεννιούνται ερωτήματα και δημιουργείται μια υπαρξιακή αναστάτωση. Καλώς ή κακώς, πίστεψα ότι έπρεπε να περάσω από δοκιμασίες για να βρω απαντήσεις. Έτσι έφυγα για πρώτη φορά από την Ελλάδα, το 2007 και πήγα στο Κάρντιφ της Ουαλίας.

Τότε με ενδιέφερε η φυγή μονάχα ως πράξη επαναστατική.  Όμως, από τότε είναι σαν να έβγαλα φτερά, και όπως έχει πει ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι: «Όταν έχεις γευτεί το πέταγμα, θα διασχίζεις για πάντα τη γη με τα μάτια σου στραμμένα στον ουρανό. Γιατί εκεί έχεις πάει και εκεί θα λαχταράς πάντοτε να επιστρέψεις.» Όταν γλυκαθείς από την αυτογνωσία που σου δίνει το ταξίδι, δύσκολα ξυπνάς ένα πρωί και λες: «Φτάνει πια. Προσγειώστε με.»

Η αιτία όμως ήταν πάντοτε μέσα μου. Δε με χωράει ο τόπος. Δεν είμαι της βολής. Μου αρέσει να δοκιμάζομαι και να υποφέρω για κάτι που θέλω πολύ. Κόρη μεταναστών, μετανάστρια στα πέντε μου, έμαθα ότι η ζωή είναι δύσκολη. Δε λέω ότι έχω περάσει κακουχίες, αλλά δεν είναι και απλή υπόθεση να είσαι διαφορετικός. Αφήνουν σημάδια οι απορίες των άλλων, ακόμα και η υπερβολική καλοσύνη τους σε κάνει να αμφισβητείς τον εαυτό σου. «Λες να με λυπούνται;»

Έβρισκα λοιπόν δύναμη στην πεποίθηση ότι κανένας τόπος δε μπορεί να ορίσει αυτό που είμαι και κανένα διαβατήριο δε μπορεί να υπαγορεύσει τις αξίες, τα όνειρα και τις επιθυμίες μου. Έφυγα λοιπόν από την οικογενειακή θαλπωρή με τις ευχές της οικογένειας μου που μου έδωσε τα εφόδια να γίνω πολίτης του κόσμου.

Αλήθεια, πως ακριβώς ονειρευόσουν τότε τη ζωή σου;

Το 2011 πήρα το master μου στη διεθνή δημοσιογραφία από το πανεπιστήμιο του Sussex και ονειρευόμουν ότι θα γίνω πολεμική ανταποκρίτρια ή ότι θα δουλεύω στο τμήμα επικοινωνίας κάποιας μεγάλης φιλανθρωπικής οργάνωσης. Όμως, οι αιτήσεις για δουλειά δεν έφεραν καρπούς και σύντομα κατάλαβα ότι ο δρόμος προς το όνειρο δε θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Το 2012 είπα ότι δεν μπορώ να περιμένω άλλο και έφυγα πάλι — αυτή τη φορά με οδηγό την περιέργεια να βρω το δρόμο μου ως δημοσιογράφος. Όταν έφτασα στην Γκάνα διαπίστωσα ότι όσα βιβλία και αν διαβάσεις, όσες ιστορίες και αν ακούσεις για ένα μέρος, εάν δεν το ζήσεις με τις αισθήσεις σου, ξέρεις την αλήθεια κάποιου άλλου ή στην καλύτερη τη μισή αλήθεια. Για αυτό και έχω πλήρη συνείδηση της ευθύνης του δημοσιογράφου, που πρέπει να μεταφέρει εικόνες, μυρωδιές, ήχους, συναισθήματα. Με κάθε κείμενο μου μεριμνώ να δώσω στον αναγνώστη αξιοπιστία. Πώς; Με το να γράφω για πράγματα που με ενδιαφέρουν και να πηγαίνω ενάντια στις προκαταλήψεις μου.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να τα καταφέρεις; (εάν τα κατάφερες)

Τα όνειρα μεταλλάσσονται συνέχεια. Κυνηγάς το ένα και μέχρι να το πιάσεις, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο. Αυτή είναι βέβαια η καλύτερη εκδοχή γιατί υπάρχει και η άλλη — να κυνηγάς εμμονικά κάτι χωρίς να σου κάνει πια, μόνο και μόνο από πείσμα. Αυτό είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας.

Ο σύντροφος μου και εγώ έχουμε ξεκινήσει από το μηδέν σε πέντε διαφορετικές χώρες. Έχω ζευγάρια φίλους που μετακόμιζαν από το ένα σπίτι σε άλλο, στην ίδια γειτονιά, και με έπαιρναν τηλέφωνο να μου πουν ότι το άγχος είναι τόσο μεγάλο που χωρίζουν. Οπότε εύκολο δεν ήταν. Αλλά μας τραβάει το άγνωστο και όπως λέει και ο σύντροφος μου «η μανούρα» — μία από τις ελάχιστες ελληνικές λέξεις που έχει μάθει.

Ποια από τις χώρες που έχεις μέχρι σήμερα ζήσει ξεχωρίζεις και γιατί;

Ξεχωρίζω τη Νότια Κορέα για την κουλτούρα της. Είχαμε την τύχη να ζήσουμε σε μια μικρή πόλη, όπου τρεις είναι οι βασικές αξίες της ζωής: η αυτάρκεια, η κοινωνική δέσμευση, και ο πολιτισμός — η ανάγνωση, το θέατρο, η μουσική και η ζωγραφική. Επίσης, στην Κορέα έμαθα ότι η γλώσσα είναι σπουδαίος κώδικας επικοινωνίας, αλλά όχι αναντικατάστατος.

Ξεχωρίζω το Μαυρίκιο για τις παραλίες και τα ηλιοβασιλέματα του. Σίγουρα δεν είχε άδικο ο Μαρκ Τουαίην όταν είπε για το Μαυρίκιο ότι είναι ο επί της γης παράδεισος. Όσο και δύσκολη να ήταν η μέρα στη δουλειά εκεί, η βουτιά στα διάφανα νερά στη διάρκεια ζεστών απογευμάτων ξέπλενε κάθε τι δυσάρεστο. Μπορούσες να ξαναγεννηθείς ανά πάσα στιγμή, δώδεκα μήνες το χρόνο. Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω το συντηρητισμό και την υποκρισία της κοινωνίας, καθώς και την κοινώς αποδεκτή κακοποίηση των ζώων.

Υπάρχει κάποια συνεργασία που να θυμάσαι με μεγαλύτερη χαρά; Ποιο project ξεχωρίζεις;

Είναι μεγάλη ανταμοιβή όταν έχεις ακολουθήσει τη πορεία κάποιου για πολλά χρόνια ως θαυμαστής και σου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψεις μαζί του. Για παράδειγμα, από τις πολύ αρχές της δημιουργίας τους, με συντρόφευαν στα ταξίδια μου ταξιδιωτικές εκδόσεις όπως το Expat [dot] com, το Culture Trip, το Matador Network και έχω συνεργαστεί και με τις τρεις. Βέβαια, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι γιατί μπορεί και να απογοητευτείς από την εργασιακή ηθική ορισμένων.

Μία πολύ καλοθύμητη επαγγελματική στιγμή ήταν όταν επί μήνες προωθούσα τις ιδέες μου στη συντακτική ομάδα της αμερικάνικης Huffington Post χωρίς να λαμβάνω κάποια απάντηση. Τελικά, είπα ότι θα επικοινωνήσω κατευθείαν με τη κυρία Αριάνα Χάφινγκτον. Όχι μόνο μου απάντησε ευμενώς μέσα σε λίγες ώρες, αλλά το email της ήταν πολύ στοργικό και μετριόφρον.

Ποια ήταν η πιο αστεία ιστορία που έχεις να θυμάσαι μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, από τα μέρη που έχεις πάει;

Οι πιο πολλές ιστορίες που μου έρχονται στο μυαλό ήταν άκρως τραγικές. Με το πέρασμα του χρόνου ευτυχώς φαίνονται πια αστείες. Όπως, όταν πήγα για πρώτη φορά στην πισίνα της περιοχής μας, στην Κορέα, και στα ντουζ, ήρθαν καταπάνω μου ολόγυμνες, πέντε-έξι γυναίκες, μεγάλης ηλικίας, να μου δείξουν πόσο εξονυχιστικά πρέπει να πλένεσαι πριν μπεις στην πισίνα. Για την κουλτούρα τους, το γυμνό σώμα δεν είναι ταμπού και η καθαριότητα είναι μείζονος σημασίας. Σε καμία περίπτωση δε θεώρησαν προσβλητικό ή απειλητικό να παραβιάσουν τον προσωπικό μου χώρο για να μου μάθουν ό,τι θεωρούν ότι ως ξένη δεν ξέρω — όπως το να χρησιμοποιώ μπάρα σαπουνιού.

Στο Μαυρίκιο ανέπτυξα πολύ έντονη οργή δρόμου καθώς περνούσα τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα στην κίνηση για να πάω και να γυρίσω από τη δουλειά. Μία φορά βγήκα εντελώς εκτός εαυτού και ο οδηγός του άλλου οχήματος κατέβηκε στα φανάρια και όρμησε προς το μέρος μου. Τότε, αφού κλείδωσα πόρτες και παράθυρα, άρχισα να φωνάζω στα ελληνικά — όχι βρισιές, αλλά στίχους τραγουδιών, παροιμίες, ατάκες από παλιές ελληνικές ταινίες. Εκείνος τα έχασε τόσο που δεν είπε κουβέντα και έκανε μεταβολή. Ακόμα θα αναρωτιέται ποια γλώσσα είναι αυτή.

Τι ήταν αυτό που σε έχει εκπλήξει, έως και συγκλονίσει, από όσα έχεις δει μέχρι σήμερα;

Με έχει συγκλονίσει η πρόσφατη ιστορία της Ρουάντας, όπου το 1994, 800.000 άνθρωποι από τη φυλή Τούτσι σφαγιάζονταν από τους Χούτου επί 100 ημέρες, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών εγκατέλειπαν τη χώρα.

To 2019, περίπου 30.000 άνθρωποι περπατήσαμε πένθιμα κατά μήκος των άδειων δρόμων της πρωτεύουσας Κιγκάλι, από τη βουλή μέχρι το στάδιο Amahoro, όπου έλαβε χώρα η 25η μνημόσυνη δέηση. Για δύο ώρες, δε μπορούσαμε παρά να σιωπήσουμε μπροστά σε ένα από τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και να αφήσουμε συναισθήματα όπως ο πόνος, η ντροπή, η μετάνοια να μας κυριεύσουν. Πού και πού έσπαγε τη μοναστική σιωπή η ζωώδης κραυγή μιας μάνας που είδε τα παιδιά της να ψυχορραγούν ή ενός αδερφού που έγινε μάρτυρας του βιασμού και της δολοφονίας της μικρότερης αδερφής του. Το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να κρατήσουμε το κερί μας αναμμένο για όση περισσότερη ώρα γινόταν.

Κάθε χρόνο, η χώρα πενθεί για 100 ημέρες — όσες δηλαδή κράτησε και η γενοκτονία. Όμως, οι μνήμες είναι βαθειά χαραγμένες, και καθώς δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει πληγεί με κάποιο τρόπο από τη γενοκτονία, με συγκλονίζει να ξέρω ότι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσα μου έχουν υπάρξει μάρτυρες φρικαλέων γεγονότων. Περισσότερο όμως με συγκλονίζει η αξιοπρέπεια τους, το σθένος τους να συγχωρέσουν και να ξεπεράσουν εθνικές και φυλετικές διακρίσεις — η σκληρή δουλειά και η αφοσίωση στο μέλλον προκειμένου να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.  Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, η Ρουάντα δίνει μαθήματα προόδου, κοινωνικής ευημερίας και ανάπτυξης σε όλο τον κόσμο.

Υπήρξε ποτέ στιγμή που να θες να αφήσεις όλα και να γυρίσεις πίσω;

Όχι, γιατί το πίσω είναι πια μονάχα μια ιδέα — μια νοσταλγία. Ξέρω ότι ακόμα και εάν γυρίσω στην Ελλάδα, δεν είναι η ίδια Ελλάδα που άφησα πριν από 13 χρόνια, όπως και εγώ δεν είμαι η ίδια Μαρία. Κάθε φορά που γυρνάω για κάποιο διάστημα, ξανασυστηνόμαστε. Τι πιο όμορφο όμως! Να ανακαλύπτεις κάθε φορά και κάτι καινούριο — για αυτό η Ελλάδα έχει παραμείνει έρωτας. Δεν πρόλαβα να τη βαρεθώ ποτέ.

5 πράγματα που δεν ξέρουμε για την Μαρία είναι ότι…

  1. Έκανα πρόταση γάμου στον άντρα μου
  2. Έχω επισκεφθεί 21 χώρες
  3. Καταπολεμώ το συγγραφικό κενό με διαλογισμό, γιόγκα, και κολύμπι
  4. Ο σκύλος μου είναι γένους θηλυκού αλλά λέγεται Mars (Άρης)
  5. Όταν γράφω ακούω ηλεκτρονική μουσική — αλλά μόνο όταν γράφω

Δείτε τη δουλειά της στα παρακάτω link

Website: https://mariaiotova.journoportfolio.com

Instagram: https://www.instagram.com/serial_xpat/?hl=en