Γράφει η Λιάνα Μπουκουβάλα

Δεν πάνε μέρες από τότε που έπεσα πάνω σε ένα λεύκωμα φωτογραφιών που αφορούσε στη μητριαρχία ανά τον κόσμο. Γυναίκες όλες τους, δυνατές, όμορφες, έξυπνες μα και «δουλεμένες». Όπως ακριβώς, οι δικές μου, μοναδικές γιαγιάδες. Η μία έχω να σας πω, πως της έμοιαζε κιόλας! Με ολοπράσινα μάτια και βλέμμα αγέρωχο, πάνω σε μπαουλοντίβανο να κεντάει. Τριγύρω της εκατοντάδες πράγματα, άναρχα τοποθετημένα, από τα οποία μάλιστα τα μισά, θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις και άχρηστα. Πόσες μνήμες ξύπνησε εκείνη η εικόνα…

Ανήκω στους ευτυχείς ανθρώπους που γνώρισαν τουλάχιστον τις δύο γιαγιάδες και τον ένα παππού. Τους είχα δίπλα μου από τα πρώτα μου βήματα, ρούφηξα όλες τις αγκαλιές και τα χάδια τους στα παιδικά μου χρόνια, μα και όλη τους τη σοφία και αγάπη, μεγαλώνοντας. Δυστυχώς, οι γιαγιάδες μου δεν ζουν πια. Ζουν όμως για πάντα μέσα μου και αυτό μου αρκεί. Η Στυλιανή – από την οποία πήρα το όνομά μου (πάντοτε μου έλεγε πόσο πολύ το μισεί και πόσο άσχημα αισθάνεται που ήταν η αιτία να μου δοθεί αυτό το «απαίσιο» βαπτιστικό) και η Σπυριδούλα. Η δεύτερη, ήταν η δυνατή της «παρέας». Ήταν στην κυριολεξία αυτό που λέμε «πιάνει την πέτρα και τη στύβει», γιατί αλήθεια σας λέω, αν χρειαζόταν, είμαι σίγουρη πως θα το έκανε.

Η πρώτη, ήταν πάντοτε το σημείο αναφοράς μου. Τη λάτρευα και την λατρεύω όσο τίποτα, ακόμη και αν «έφυγε». Λιλιπούτεια, μα όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό είχε. Τα έβαζε με όλους και με όλα, αν τολμούσε κανείς να μας πειράξει. Μας αγαπούσε με όλο της το «είναι», κάτι που κατά καιρούς εγώ και η αδερφή μου εκμεταλλευόμασταν, αφού «απαιτούσαμε» χωρίς δεύτερη κουβέντα, να μας κάνει όλα τα χατίρια. Και εκείνη μας τα έκανε, χωρίς γκρίνιες ή μουρμούρες, με όλη της την καρδιά. Πώς να μην της το αναγνωρίσεις λοιπόν, όταν κάθε πρωί, φρόντιζε για το αγαπημένο μας πρωινό, το ετοίμαζε και το άφηνε στο κομοδίνο για να μη μας ξυπνήσει; Όταν καθόταν και τη βάφαμε με μπογιές, από την κορφή ως τα νύχια και έπειτα τη φωτογραφίζαμε γελώντας; Όταν ξενυχτούσε τα βράδια που αρρωσταίναμε δίπλα μας, στρωματσάδα στο πάτωμα; Όταν πριν καλά-καλά ψελλίσουμε τη λέξη «διψάω», είχαμε έτοιμο το ποτήρι στα χέρια μας;

Paolo Bendandi for Unsplash

Η Σπυρίδουλα από την άλλη, ήταν πιο «αυστηρή». Για αυτό και εκτίμησα περισσότερο την αγάπη της, μεγαλώνοντας. Δεν σου στόλιζε τις λέξεις, ούτε σε κανάκευε για να την αγαπάς. Ήξερε πως την αξίζει χωρίς γαλιφιές. Μεγαλωμένη στα χωράφια και με ζώα από μικρή, τη θυμάμαι πάντοτε να δουλεύει. Δεν τη θυμάμαι όμως, στιγμή να γκρινιάζει. Κλείνω τα μάτια ακόμα σε στιγμές και τη μυρίζω στο χώρο. Τα κατακόκκινα μάγουλά της, μύριζαν τόσο ανάλαφρα γιασεμί… Αγαπούσε με πάθος τον παππού μου, αλλά και όποιον είχε καταφέρει να τρυπώσει στην καρδιά της. Δεν είχε φίλες, οι αδερφές της όμως, ήταν για εκείνη το άλφα και το ωμέγα. Και φυσικά, τα παιδιά της. Η μαμά μου ήταν το καλομαθημένο της, ακόμα και ως τα τελευταία της χρόνια. Όταν δεν ήταν μαζί, μιλούσαν στο τηλέφωνο ανελλιπώς και αδιαλείπτως και αγαπιόντουσαν τόσο πολύ, που τρωγόντουσαν σαν.. τα κοκκόρια! Η γιαγιά μου η Σπυριδούλα, ήταν αντράκι. Δεν μάσαγε από τίποτα και μπορούσε να τα βάλει και με τον Θεό τον ίδιο για χάρη μας. Ο μπαμπάς μου ακόμα τη θυμάται να λέει πως όταν πεθάνει αν τολμήσει να μη φέρεται καλά στη μαμά μου, θα «κατέβει» και θα τον «τακτοποιήσει»…! Είχε και τόσο χιούμορ… Αυτοσαρκάζονταν συνεχώς μα και «κορόιδευε» τον παππού μου πίσω από την πλάτη του, και τότε σκάγαμε όλοι μαζί στα γέλια. Θυμάμαι μια φορά, κοιτάζοντάς τη, συνειδητοποίησα πως φοράει δύο ρολόγια! Και όταν τη ρώτησα με απορία γιατί, η απάντηση ήταν αφοπλιστική, όπως άλλωστε και η ίδια! «Το ένα το έχω για να βλέπω την ώρα και το άλλο γιατί είναι το αγαπημένο μου, παρότι χαλασμένο!»

Θα μπορούσα να γράφω για τις δυο τους ιστορίες για μέρες ολόκληρες. Ίσως και μήνες. Και μπορεί τα συναισθήματά μου όταν μιλώ για εκείνες να είναι πλέον ανάμεικτα, μα δεν δικαιούμαι να γκρινιάζω. Τις έζησα, και μάλιστα τις έζησα πολύ. Μεγάλωσα δίπλα τους και είχα την τύχη, να έχω εμπειρίες που γεμίζουν ατέλειωτα σεντούκια αναμνήσεων.

Και αν τώρα, δεν είναι πλέον εδώ, δίπλα μου, μου έχουν αφήσει δυνατή παρουσία, τον παππού. Τον λατρεμένο μου παππού, που αν και 84, βάζει κάτω δύο σαραντάρηδες! Και που μάλιστα πρόσφατα αγόρασε και νέο κινητό τηλέφωνο, γι’ αυτό μιλάμε και συχνότερα! Ώσπου φυσικά, να μάθει πως δουλεύει η βιντεοκλήση… Αλλά για αυτόν, θα σας μιλήσω μία άλλη φορά…

Ως τότε, όσοι τους έχετε… Να τους αγαπάτε! Να τους αγαπάτε με όλη σας τη δύναμη, γιατί ακόμα και αν δεν σας το δείχνουν, το έχουν ανάγκη! Να τους χαμογελάτε συχνά, να τους ακούτε με προσοχή και να τους αφιερώνετε χρόνο… Αυτός ο χρόνος άλλωστε, είναι και η περιουσία μας!