Με μια συγκινητική τελευταία συνέντευξη η Ινδιάνα Σατσίν Λιτλφέδερ, λέει “Αντίο”!

«Είμαι πολύ άρρωστη. Έχω καρκίνο του μαστού σε τελικό στάδιο που έχει κάνει μετάσταση στο δεξιό μου πνεύμονα. Κάνω χημειοθεραπείες εδώ και καιρό. Ως αποτέλεσμα, η μνήμη μου δεν είναι τόσο καλή όσο ήταν. Είμαι πολύ κουρασμένη καθώς ο καρκίνος είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η ίδια στον Guardian. 


H Σατσίν Λιτλφέδερ έχει ζήσει μια πλήρη και πολυτάραχη ζωή. Μοιραία, όμως, η συλλογική μνήμη θα τη θυμάται για εκείνα τα σχεδόν 60 δευτερόλεπτα της νύχτας της 27ης Μαρτίου του 1973, όταν ανέβηκε στη σκηνή της 45ης απονομής των Όσκαρ για να μιλήσει εκ μέρους του Μάρλον Μπράντο – ο οποίος μόλις είχε κερδίσει το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. 


Προς έκπληξη του Ρότζερ Μουρ και της Λιβ Ούλμαν που της παρέδωσαν το αγαλματίδιο, η 26χρονη Απάτσι το απέρριψε με μια κίνηση του χεριού της, εξηγώντας πως δεν μπορεί να το παραλάβει «εξαιτίας της αντιμετώπισης των Ινδιάνων της Αμερικής από τη βιομηχανία κινηματογράφου». 

Για λίγο ένα μείγμα αποδοκιμασιών και χειροκροτημάτων διεκοψαν τη ροή του λόγου της, όμως η ίδια ζητώντας συγγνώμη, συνέχισε ήρεμα, καταλήγοντας με την ελπίδα «στο μέλλον οι καρδιές και οι αντιλήψεις μας να συναντηθούν». 

Η αυτή εμφάνιση της 26χρονης με το θλιμένο βλέμμα και την παραδοσιακή φορεσιά της φυλής της, αιφνιδίασε το κοινό, τον Τύπο, αλλά και τα 85 εκατομμύρια τηλεθεατών. Οι θεωρίες οργίαζαν. Ηθοποιός που είχε προσληφθεί να πρωταγωνιστήσει στη σκηνοθετημένη διαμαρτυρία. Ήταν Μεξικανή απατεώνισσα. Στρίπερ. «Δεν ήταν παράσταση. Ήταν μια πραγματική διαμαρτυρία. Νομίζω πως αυτό ήταν που ξάφνιασε τους ανθρώπους, το ότι ήταν τόσο αληθινό. Μέχρι και σήμερα συγκινεί τον κόσμο», λέει η ίδια.

«Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα όταν ανακοινώθηκε πως κέρδισε. Είχα υποσχεθεί στον Μάρλον πως δεν θα άγγιζα το αγαλματίδιο, αν κέρδιζε. Και είχα υποσχεθεί στον Κοχ (σ.σ τον παραγωγό της τελετής που της έδωσε ελάχιστο χρόνο) πως δεν θα ξεπερνούσα τα 60 δευτερόλεπτα. Οπότε, είχα δύο υποσχέσεις να κρατήσω» λέει η ίδια, η οποία τότε χρειάστηκε να συμπυκνώσει το λόγο της. 

Παρότι πολλοί, όπως ο Τζον Γουέιν και ο Κλιντ Ίστγουντ, δεν είδαν με καλό μάτι την πρωτοβουλία ενώ άλλοι στα παρασκήνια αντιμετώπισαν χυδαία και στερεοτυπικά τη νεαρή Ινδιάνα, βγάζοντας κραυγές και μιμούμενοι πως κρατούν τσεκούρια τόμαχοκ, η ίδια παραμένει περήφανη για το ότι συνέβη. 

Ήταν η πρώτη γυναίκα αυτόχθονας που αξιοποιούσε το βήμα των Όσκαρ για να κάνει πολιτική δήλωση, κάτι που, αν σήμερα θεωρείται δεδομένο ή αναμενομένο, το 1973 ήταν ριζοσπαστικό. 

«Δεν χρησιμοποίησα τη γροθιά μου. Δεν χρησιμοποίησα ύβρεις. Δεν ύψωσα τη φωνή μου. Αλλά προσευχήθηκα να με βοηθήσουν οι πρόγονοί μου. Ανέβηκα εκεί σαν πολεμίστρια. Ανέβηκα εκεί με τη χάρη, την τόλμη, την ομορφιά και την ταπεινότητα του λαού μου. Και μίλησα από καρδιάς» λέει. 

Η Λιτλφέδερ και ο λαός της ζούσαν σε δύο κόσμους. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν σε εξέλιξη ένα συντονισμένο σχέδιο στις ΗΠΑ «να κάνουν τους Ινδιάνους, λευκούς», υποκινούμενο τόσο από την κυβέρνηση όσο και τα χριστιανικά σχολεία για τους αυτόχθονες.  «Ήθελαν να μας κάνουν κάτι άλλο. Κι αυτό μας οδήγησε σε τρομερό πόνο, στην αυτοκτονία, στον αλκοολισμό, στις φυλακές». 

Στην εφηβεία της η Λιτλφέδερ κατέρρευσε. Νοσηλεύτηκε για ένα χρόνο, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει: «Ήμουν σε σύγχυση για την ίδια μου την ταυτότητα. Υπέφερα». 


«Όταν πάω στον κόσμο των πνευμάτων, θα πάρω όλες αυτές τις ιστορίες μαζί μου. Όμως, τώρα, όσο είμαι ακόμα εδώ, μπορώ να μοιραστώ μερικές από αυτές» λέει η ίδια. Και καταλήγει: «Θα πάω στον κόσμο των προγόνων μου. Σας λέω αντίο. Κέρδισα το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου». 

Σύμφωνα με Guardian