Γράφει η Λιάνα Μπουκουβάλα

Ήμουν ίσως από εκείνους τους τυχερούς, που στο πέρας της ζωής του κατάφεραν να βρεθούν έστω και λίγα λεπτά δίπλα στην Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και να “κλέψουν” λίγη από την μαγεία που εξέπεμπε η αύρα της. Πάνε κάμποσα χρόνια, λοιπόν, από όταν εγώ και εκείνη συναντηθήκαμε στο ίδιο πλατό, ανάμεσα σε κάτι πανέμορφους ελαιώνες, για χάρη γυρισμάτων του “Στην Υγειά μας” με τον Σπύρο Παπαδόπουλου.

Πιτσιρίκα όντας και εντελώς ψαρωμένη, μιας και φυσικά δεν είχε καλέσει εμένα ο Σπύρος μα την τότε αρχισυντάκτρια μου, Δήμητρα Γκουντούνα (θα σας μιλήσω μία άλλη φορά για αυτή την τόσο έξυπνη, δοτική και φυσικά ταλαντούχα γυναίκα) για ένα αφιέρωμα στον Αττίκ, θυμάμαι να κάθομαι στη γωνιά μου δίπλα στον ένα και μοναδικό, Τάσο Μπιρσίμ στο βανάκι του και να την χαζεύω άλλαλη.

Η Κατερίνα ήταν κάτι ανάμεσα σε νεραϊδα μιας πιο urban εποχής, που αντί για ροζουλί φορέματα και χρυσόσκονη, έπινα τα ουζάκια της και γέλαγε με την ψυχή φορώντας αρβύλες, στην πιο cool εκδοχή τους. Με όλη αυτή την ποιητικότητα του λόγου που την διακατείχε, μα χωρίς να χρειάζεται δεκάδες κοσμητικά επίθετα για να ομορφύνει, δεν μπορούσες παρά να κολλάς τα μάτια σου πάνω της και να κρέμεσαι κυριολεκτικά από τα χείλη της, σε ότι και αν έλεγε. Άσε το χιούμορ της… Θυμάμαι την μία ατάκα να πέφτει με την άλλη, ακούραστα και αβίαστα, κάνοντας μας όλους να σκάμε στα γέλια, την ώρα που εκείνη έστεκε σοβαρότατη “χαμένη” μέσα στις χιλιάδες σκέψεις της.

Η Κατερίνα δεν ήταν δήθεν. Δεν ήταν μία ακόμη γυναίκα που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει τον τίτλο της ποιήτριας. Η Κατερίνα γεννήθηκε ποιήτρια και συνέχισε να ζει έτσι. Δεν έκανε τίποτα επειδή πρέπει, παρά μόνο επειδή εκείνη ήθελε. Δε λογάριαζε τι θα πει ο κόσμος και δεν της καιγόταν καρφί για τα σχόλια που μπορεί κατά καιρούς να γινόταν για το πρόσωπό της. Είχε μια γλύκα στα μάτια, που φανέρωνε αμέσως άνθρωπο γεμάτο. Γεμάτο καλοσύνη, γεμάτο απλότητα. Γεμάτο ουσιαστικά. Απλά, λιτά μα με τόσο ουσιαστικό περιεχόμενο. Όπως θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και το έργο της. Ένα έργο αξιοθαύμαστο, που έχει εφεύρει μια δική του γλώσσα, απλή και βαθιά, όπως τα ζωτικά στοιχεία. Για αυτό και η Κατερίνα, μπορεί και επίσημα πλέον να θεωρηθεί πως είναι μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ποιήτριες που υπήρξαν ποτέ.

Βιογραφία

Σας παραθέτω αυτούσιο ένα κείμενό της στη Lifo, με τίτλο “Αυτή είναι η ζωή μου”, ακριβώς όπως εκείνο δημοσιεύθηκε.

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου. Και να που με τα χρόνια πάλι εδώ επέστρεψα, ψηλά στην Ασκληπιού όπου ζω τώρα. Τα θυμάμαι, όταν ήμουν κορίτσι, ως μία πολύ συμπαθητική γειτονιά του κέντρου, όπου έμεναν αρκετοί φοιτητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων κ.λπ., απλοί, φιλικοί, δίχως την κολωνακιώτικη υπεροψία που παραμόνευε λίγα στενά παραπάνω. Τώρα, πια, βέβαια είναι μια περιοχή «καταραμένη», όπως και όλο το παλιό αθηναϊκό κέντρο θαρρώ. Δεν κυκλοφορώ πλέον για να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασιν που λένε, αλλά δεν θέλει και πολύ, το «πιάνεις» στον αέρα, ακόμα και από το μπαλκόνι σου.

Βεβαίως και μένω στο νοίκι. Ήταν μια σοφή επιλογή της οικογένειάς μου, που ακολούθησα κι εγώ. «Μα, πώς εσείς, ένας επιτυχημένος δικηγόρος, δεν έχετε αποκτήσει δικό σας διαμέρισμα;», ρωτούσαν τότε κάποιοι τον πατέρα μου. «Μια ιδιοκτησία είναι ήδη αρκετή…», απαντούσε εκείνος, εννοώντας το εξοχικό μας στην Αίγινα με τις φιστικιές, τον μικρό μου παράδεισο. Έναν παράδεισο που χρωστώ, ουσιαστικά, σε μία καταστροφή, μια κι εκείνος το είχε πάρει το ’23 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – είχαν μεγάλη περιουσία στα Δαρδανέλλια οι παππούδες, αλλά τότε χάθηκαν όλα και μας έμεινε η Αίγινα. Αγαπούσε, ξέρετε, πολύ τη γη και πέρασε και σε μένα αυτή την αγάπη. Δυστυχώς, βέβαια, λόγω υγείας δεν μπορώ πια να ταξιδέψω στο νησί κι αυτό μου έχει στοιχίσει.  

«Ανατολίτης» ο πατέρας, «δυτική» η μητέρα, μια και ήταν από την Πάτρα, που στην εποχή της φάνταζε πιο πολιτισμένη και από την Αθήνα. Λιμάνι βλέπετε, πύλη για την Ευρώπη και τα λοιπά, μέχρι όπερα διέθετε. Ένιωθα, λοιπόν, να ενώνω στην ύπαρξή μου Ανατολή και Δύση. Κοσμοπολίτες οι δικοί μου, άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, προοδευτικοί, κοσμοπολίτισσα κι εγώ από κούνια! Περίμενα, θυμάμαι, πώς και πώς να τελειώσω το γυμνάσιο –πήγαινα σε αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου– και να φύγω στη Γαλλία για σπουδές κοντά στον Νίκο τον Καζαντζάκη, τον νονό μου, που με περίμενε εκεί. Δυστυχώς, απεβίωσε έναν μόλις μήνα προτού κάνω εκείνο το ταξίδι… Εν τέλει, έκανα πρώτα εδώ αγγλική φιλολογία κι έπειτα πήγα κι έμεινα με τη νονά μου, την Ελένη, στη Νίκαια και ύστερα στη Γενεύη, όπου σπούδασα μεταφράστρια και διερμηνέας.

Έγραφα από κοριτσάκι. Αρχικά ιστοριούλες, έπειτα ποίηση. Πρωτοδημοσίευσα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το φθινόπωρο του ’56. Ήταν το ποίημα «Μοναξιά». Λες κι ήξερα τότε ακόμα, 17 χρόνων κοπέλα, τι ακριβώς σήμαινε αυτό! Ο νονός μου, όταν το διάβασε, ενθουσιάστηκε, μου έκανε κριτική διθυραμβική, αλλά δεν τον πήρα σοβαρά, άργησα να πιστέψω στον εαυτό μου ή μάλλον στη γραφή μου. Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι, βέβαια, πόσο με είχε βοηθήσει το περιβάλλον και τα διαβάσματα που είχα από πιτσιρίκα – σπάνια τύχη. Σπάνιο είναι, όμως, για έναν ποιητή να αναγνωριστεί στην ακμή του και εν ζωή, όπως συνέβη μ’ εμένα. Από την ποίηση, ωστόσο, δεν βιοπορίζεται κανείς. Ούτε εύκολα, ούτε καν δύσκολα – βασικά, από τις μεταφράσεις έζησα και ζω.

Σιχαίνομαι το χρήμα και όλη τη νοοτροπία πίσω από την απόκτησή του. Είναι το πιο εθιστικό ναρκωτικό, το πλέον καταστροφικό. Ήμουν, βέβαια, καλοαναθρεμμένη, από σπίτι, στερημένα δεν έζησα, έμαθα όμως να μην κοιτάω πέρα από τα χρειαζούμενα. Αυτό το λιτό πνεύμα διέπνεε όλη την οικογένεια και φυσικά την ανατροφή μου. Ούτε ως κοπέλα μ’ ενδιέφεραν τα λούσα – τα διαβάσματα και τα γραπτά μου μ’ ένοιαζαν, οι έρωτες επίσης, η τρυφηλότητα όμως ποτέ.  

Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα σε εφημερίδα έβαλαν τίτλο ότι είπα, τάχα μου, πως μόνη ελπίδα μας είναι η καταστροφή. Όμως δεν σοβαρολογούσα, αστειευόμουν. Πιστεύω, αντίθετα, ότι εποχές που είναι πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την ελπίδα, μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά-αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη, να τη στεγάσουμε εντός μας και τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά. Για να γίνει, βέβαια, αυτό θα πρέπει να πάψουμε τις διχόνοιες και να συνενωθούμε. Αρκετά με τους εμφύλιους διχασμούς σε αυτήν τη χώρα. Και σιγά τους διχασμούς δηλαδή, εγώ απλώς βλέπω να τσακώνεται το αφεντικό του Κώστα με το αφεντικό του Νίκου και ο υπάλληλος της Καίτης με τον υπάλληλο του Γιώργου, δεν μπαίνει δηλαδή καν θέμα ουσιαστικών διαφορών…  

Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι’ αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης!

Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά.  

Η μετάφραση είναι μια ολόκληρη τέχνη από μόνη της. Ουσιαστικά, είναι σαν να γράφεις ένα παράλληλο, «δικό σου» βιβλίο. Έχει τύχει, ξέρετε, να αλλάξω ολόκληρες προτάσεις προκειμένου να αποδοθούν καλύτερα στη δική μας γλώσσα. Έπειτα, αν συναντήσεις κάποια παροιμία, ένα σχήμα λόγου κ.λπ., τι θα κάνεις; Αυτούσιο δεν θα έχει νόημα, θα πρέπει, λοιπόν, να βρεις αντιστοιχίες στη δική σου γλώσσα. Έχω μεταφράσει από αγγλικά και από γαλλικά, αλλά πιστεύω πως οι καλύτερες μεταφράσεις μου είναι από ρωσική λογοτεχνία και ποίηση, όπως του Πούσκιν και του Μπρόντσκι – λατρεύω τη γλώσσα αυτή, ίσως επειδή την είχα πρωτομάθει κοντά στην γκουβερνάντα μου.  

Η σχέση μου με τον Ρόντνεϊ Ρουκ ήταν καθοριστική. Γνωριστήκαμε σε μία ταβέρνα στην Πλάκα το ’63, παντρευτήκαμε μόλις δύο βδομάδες μετά και ήμαστε μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2007. Αγαπηθήκαμε βαθιά με αυτό τον άνθρωπο. Υπήρχε μεταξύ μας άπειρος σεβασμός, εκτίμηση και κατανόηση. Τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ήταν ο ιδανικός σύντροφος ζωής. Καθένας μας ήταν απολύτως ελεύθερος να κάνει τα δικά του πράγματα, αλλά ήξερε ότι ο άλλος ήταν πάντα εκεί. Ταξιδέψαμε πολύ μαζί, πήγαμε Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ινδία… Παιδιά δεν αποκτήσαμε γιατί μυστικά κάπου μας «βόλευε» και τους δύο αυτό – εγώ είχα την ποίηση και τις μεταφράσεις, εκείνος ήταν χαμένος στα βιβλία του, όντας κλασικός φιλόλογος, πού καιρός γι’ άλλα! Όχι, δεν το μετάνιωσα, δεν ήμασταν εμείς για παιδιά.  

Δεν υπάρχει καμιά υψηλά ιστάμενη μεταφυσική αλήθεια. Υπάρχει μόνο η προσωπική αλήθεια που καθένας τη βρίσκει στο τέλος μόνος του, δεν μπορεί να του την εμφυσήσει κανείς. Και τι πιο αληθινό από έναν τρόπο ζωής τέτοιο, ώστε να καταφέρνεις να μην πληγώνεις και να μην πληγώνεσαι! Εμένα εκείνο που με πληγώνει περισσότερο είναι η μωροφιλοδοξία κάποιων ανθρώπων και η τάση τους να σε εκμεταλλεύονται. Εκείνο, αντίθετα, που εκτιμώ απεριόριστα είναι η γενναιοδωρία, υλική και πνευματική.  

Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική…  

Με θλίβει που δεν μπορώ να κινούμαι πλέον. Μεταφράσεις δεν μπορώ να κάνω πια. Τελευταία, επίσης, δεν έχω καθόλου έμπνευση, έναν χρόνο έχω να γράψω οτιδήποτε. Ίσως είναι η περίοδος. Ο ποιητής έχει βλέπετε τις περιόδους του, ακριβώς όπως οι γυναίκες. Νιώθω, επίσης, τη μνήμη μου να με εγκαταλείπει. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα αλλά και ευλογία. Ακόμα και από τους έρωτές μου, ακόμα και από τον Ρόντνεϊ, το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω πλήρως είναι η γεύση. Αυτή είναι, φαίνεται, η τελευταία αίσθηση που διατηρείται έντονη.