Ταυτίστηκε όσο τίποτα άλλο με το έπος του αλβανικού μετώπου. Ήταν η φωνή του αγώνα κατά του φασισμού, η τραγουδίστρια της μεγάλη νίκης των Ελλήνων στην Αλβανία. Τα τραγούδια της έδωσαν κουράγιο στους στρατιώτες πριν και μετά τη νίκη επί των Ιταλών, αφού και οι Γερμανοί όταν έφτασαν στην Ελλάδα κατάλαβαν πόση επιρροή είχε στο φρόνημα των Ελλήνων και την κυνήγησαν, για να μην της επιτρέψουν να τραγουδάει.

Ο Σοφία Μπέμπου ή Σοφία Βέμπο όπως έμεινε γνωστή γεννήθηκε το 1910 στην Ανατολική Θράκη. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οικογένειά της έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη της Λάρισας. Αργότερα πήγε στον Βόλο και άρχισε να εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια στα 20 της χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τρία χρόνια αργότερα πήρε τον δρόμο για την Αθήνα. Βρήκε αμέσως δουλειά στο θέατρο αλλά και δισκογραφικό συμβόλαιο με την εταιρεία Columbia.

Λίγο πριν τον πόλεμο ήρθε και η γνωριμία της με τον συνθέτη Μίμη Τραϊφόρο, που κατέληξε σε θυελλώδη έρωτα. Οι δυο τους έμειναν μαζί σε όλη τους τη ζωή. Ήταν ο Τραϊφόρος που άλλαξε τους στίχους του τραγουδιού του Μιχάλη Σουγιούλ «Ζεχρά» και το έδωσε στη Βέμπο να τραγουδήσει το θρυλικό «Παιδιά της Ελλάδος, Παιδιά». Έναν «νέο εθνικό ύμνο», όπως τον είπανε τότε.

Το τραγούδι απογείωσε τη Βέμπο αλλά και το ηθικό των Ελλήνων. Αργότερα Γιώργος Οικονομίδης και Πωλ Μενεστρέλ, πήραν τη μελωδία του ιταλικού τραγουδιού «Reginella Campangola» και πρόσθεσαν ελληνικούς στίχους. Κι έτσι προέκυψε το τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι».

Το 1941 ήρθε και το «Βάζει ο Ντούτσε τη Στολή του» που και αυτό με τη σειρά του βασίστηκε σε ένα ήδη υπάρχον τραγούδι, εκείνο του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Πλέκει η Βάσω το Προικιό της».

Την ίδια χρονιά ο Μιχάλης Σουγιούλ, έγραψε το «Μας Χωρίζει Ο Πόλεμος» ενώ υπηρετούσε τη θητεία του. Η Βέμπο το έμαθε από το τηλέφωνο, παίζοντας ταυτόχρονα ακορντεόν σε τηλεφωνικούς θαλάμους.

Κανείς δεν διανοούνταν να δώσει αλλού τα τραγούδια του μετώπου. Η Βέμπο ήταν η φωνή της Ελλάδας, εκείνη που ήθελαν όλοι να ακούσουν για να πάρουν λίγο κουράγιο. Βοήθησε και έμπρακτα των αγώνα, δωρίζοντας στο Ελληνικό Ναυτικό 2 χιλιάδες χρυσές λίρες. Στην κατοχή φυγαδεύτηκε μαζί με τον Τραϊφόρο στην Αίγυπτο, όπου συνέχισε να τραγουδά για τους Έλληνες στρατιώτες και τους συμμάχους τους.

Το 1949 απέκτησε «θεατρική στέγη» στο Μεταξουργείο. Η Βέμπο πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής και επανέφερε την επιθεώρηση, καθιερώνοντας πολλούς μεγάλους Έλληνες κωμικούς. Αλλά και το τραγούδι, δεν το άφησε. Από αυτήν ξεκίνησε μια νέα εποχή, η εποχή του «αρχοντορεμπέτικου».

Παντρεύτηκε με τον Τραϊφόρο το 1957. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, αραίωσε τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Τη βραδιά του «Πολυτεχνείου» άνοιξε το σπίτι της και έκρυψε πολλούς φοιτητές. Όταν η ασφάλεια της ζήτησε να τους παραδώσει, εκείνη αρνήθηκε πεισματικά.

Πέθανε στα 68 της, στις 11 Μαρτίου του 1978. Η κηδεία της μετατράπηκε σε συλλαλητήριο.

Η συνεισφορά της στο θέατρο και τη μουσική της χώρας μας είναι αδιαμφισβήτητη. Αλλά όλοι τη θυμούνται για ως την «τραγουδίστρια της νίκης», εκείνη που με τη φωνή της έδωσε κουράγιο και ενίσχυσε το φρόνημα των Ελλήνων για να γράψουν το έπος της Αλβανίας.