Τους μαεστράδες να ακούσω ξανά στου Μέγκα το αγριοπερίσεμα, του Παπακαλιάτη το μέρωμα σαν όρκο αλογατάρη στης Πέμπτης την απονυχτιά, μπροστά στης τηλεόρασης τα αγδίκιωτα τα φώτα.

© 24 MEDIA CREATIVE TEAM

Στο ορκίζομαι στου τυφλοπόντικα το άδολο φτερούγισμα, στου φυτευτή τη σιχαμιά που αβάντα κάνει στον καιρό, πανιά να ανοίξουμε στον πνιγετό τον πιότερο, με ένα σκαρί κουρσάρικο για τιμονιέρη, για τους Παξούς το αμπόρετο και ακούρνιαχτο ταξίδι.

Να ακούσουμε του κοπετού τις νότες απ’ του Χριστόφορου το πιάνο, με φιδοτόμαρα να φασκιώσουμε του γητευτή την παρτιτούρα, προτού την κόρη την αμαγάριστη ξαπλώσει απάνω στης πεθυμιάς τη ρίζα.

Να ανταμώσουμε τον σκυλογιό τον ψυχοπλάστη που λυσσοβαρά τον γιο και την κυρά του, ώσπου τα ατιμώρητα να ξεχειλήσουν από της αμασχάλης την ανίδρωτη φευγάλα.

Θρασεύει η βλαστήμια αδερφέ μου, μα μη φοβάσαι, τα σιωπηλά να πούμε εμείς έχουμε ξανά μοιρόγραφτο.

Πόσο ακόμα να βύζαινες τη μοναξιάς το ατσούγκριστο πικρόγαλο; Τα λάθια των καιρών απλώνει, του κάτω κόσμου ο κατοικάρης, και φέρνει στου έρωτα τους αρνητάδες της δαχτυλήθρας το απάνεμα.

Δήμαρχοι και λογάδες, βουλευτάδες και αρχοντάδες, όλοι τους μωρέ να βγάζουνε παράδες, πουλώντας τις κασέλες τους με θάνατο λευκό στης περασιάς το αρχίνισμα.

Και κάτω από το πάτωμα το άφεγγο το κούφιο, του αιμοπότη κρύβουνε τα χρήματα τα λερωμένα, σαν του σκυφτού χειμώνα το σαρκιό, για να τα αγιάζουν με λιβάνια και λυχνανάμματα.

Τα βρώμικα τα λάφυρα του χαλαστή, ο πατέρας ο ορκοπάτης τα ξεπλένει, σαν ζώο πριν τον φαγωμό, σαν θρηνητής που χάθηκε μες στο αιώνιο το χτεσινό, σαν σκυλομάνας γιος μες στων βουβών την εσχατιά.

Θεριεύουν όμως και οι θύμησες από του “Ντόλτσε Βίτα” τη σειρά, απ’ τον περήφανο χορό του Χριστόφορου στου Coolio τις ρίμες, εμπρός στης γριάς Μαρκάτενας τα μάτια τα ασώπαστα. Από τους πρώτους που έφεραν το ραπ στην Ελλάδα, βροχάρης και ιδρωτής, το διάβα έστρωσε στου γιδκιωμού το γέρμα για να πατήσουμε κι εμείς οι στιχοπλέχτες της βλασφήμιας.

Τρία επεισόδια είδα, χόρτασε το μάτι ομορφάδα στο πιο βαρύ σκοτείνιασμα της μέρας. Και τώρα τα αξιοθύμητα και τα αφανισμένα θα πρέπει να φιλιώσω πάνω στου τρύγου τα φτωχέματα. Κούπες αδειάζω με κρασί, κανάτια μισόγεμα με της νοιάξης το απόσταγμα, και έχω το χρέος να βαστώ τα περατίκια του βαρκάρη σαν σβήσει το ηλιοφέγγαρο να με περάσει αντίκρυ.

Κι εσύ του λόγου σου που με ρωτάς, τι γυρεύω εγώ με τα ωδεία και του μαέστρου τα παιδικάματα, μη μου κακιώνεις σκυλογιέ, μόνο σουλάτσα ξεκίνα στου βάλτου τα λασπώματα, στραπάτσα για παρηγοριά στης πλημμυρίδας το αποσπόρι.

Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας