Όταν ο Δημοσθένης Κοεμτζής ζήτησε το τραγούδι «Βεργούλες» άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία του πιο διάσημου φονικού της νυχτερινής Αθήνας. Ήταν ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου 1973 και ο Νίκος Κοεμτζής με τον αδερφό του Δημοσθένη διασκέδαζαν στο νυχτερινό κέντρο «Νεράϊδα» στην Κυψέλη. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και η διάθεση ανεβασμένη όταν ο Δημοσθένης Κοεμτζής πλησίασε την ορχήστρα και ψιθυρίζοντας στον μαέστρο ζήτησε το τραγούδι «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώνεται να χορέψει.

Ο τραγουδιστής, Αθανασιάδης, ενώ στην αρχή του προγράμματος είχε ζητήσει να μην υπάρξουν παραγγελιές, τελικά ανακοίνωσε από το μικρόφωνο πως το επόμενο τραγούδι που θα πει είναι παραγγελιά. Ενώ ο Δημοσθένης χόρευε, ξαφνικά σηκώθηκαν και δύο άλλα άτομα, αστυνομικοί που γνώριζαν τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε λίγο καιρό που είχε αποφυλακιστεί μετά από καταδίκη του για κλοπή.

Οι αστυνομικοί ήταν ο Δημήτριος Πεγιάς, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και ο Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Οι αστυνομικοί παρενόχλησαν επιδεικτικά το Δημοσθένη πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στον αδερφό του Νίκο.

Ξαφνικά σηκώνεται και με τον σουγιά που είχε μαζί του επιτίθεται στους δυο αστυνομικούς που ήταν στην πίστα φωνάζοντας «παραγγελιά ρε». Μέσα σε λίγα λεπτά επικράτησε χάος και ο Κοεμτζής αιματοκύλισε την πίστα. Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, για να γλυτώσει από τη μανία του. Ο φονιάς βρισκόταν σε απόλυτο παροξυσμό και συνέχισε να καρφώνει όποιον έβρισκε στον δρόμο του για την έξοδο. Έτσι, κατάφερε να διαφύγει, αφήνοντας πίσω του τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες.

Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε κτήνος και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες ως κοεμτζήδες. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης. Λόγω της εποχής, των οικογενειακών του φρονημάτων και του ποινικού του ιστορικού αρχικά πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή, αλλά αργότερα ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού Αντώνης Αραβαντινός δήλωσε πως ο Κοεμτζής ήταν «ο μεγάλος του δάσκαλος» στη φυλακή. 

Μετά την αποφυλάκισή του πουλύσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής. 

Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του…